Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΕΜΦΥΛΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ
Από τον αποκλεισμό λόγω φύλου στην επιβολή της γυναικείας παρουσίας
Μ. ΠΑΝΤΕΛΙΔΟΥ - ΜΑΛΟΥΤΑ, ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
Αν τον Μάιο του 1929 απορρίφθηκε η αίτηση συμμετοχής της Αγνής Ρουσοπούλου στον πρώτο διαγωνισμό για την πρόσληψη εισηγητών στο Συμβούλιο της Επικρατείας
«διότι είναι γυναίκα», στο τέλος του ίδιου αιώνα θα μπορούσε να επι βληθεί, λόγω θετικών διακρίσεων, η παρουσία της εγγονής της σε κάποια αντίστοιχη θέση, με την ίδια αιτιολο γία: «Επειδή είναι γυναίκα». Παρά την εντυπωσιακή εξέλιξη στις συνθήκες των γυναικών που σηματοδοτούν οι δύο αυτές καταστάσεις, και παρά την ποιοτική διαφορά μεταξύ του αποκλει σμού και της επιβολής λόγω φύλου , θα αποτολμήσω τον έλεγχο μιας φαινομενικά παραδοξολογικής υπόθεσης που υποστηρίζει ότι, από τη σκοπιά της θεωρίας της δημοκρατίας και με στόχο τη διαμόρφωση αυτόνομων και ισότι- μων πολιτών, και τα δύο, αποκλεισμός και επιβολή, είναι εξίσου μη αποδεκτά. Γιατί και τα δύο αποδέχονται ως δεδομένη και ουσιώδη τη διάκριση γυναί κες/ άνδρες, που όντας εγγενώς ιε ραρχική
διαφαίνεται όλο και περισσότερο ως κοινωνικά προβληματική και σίγουρα ως ασύμπτωτη με τη δημο- κρατία. Αν ισχύει η υπόθεση αυτή, και με δεδομένη την τεράστια εξέλιξη που σημειώθηκε στο σύστημα έμφυλων σχέσεων την αντίστοιχη περίοδο, μπορούμε θεμιτά να υποθέσουμε ότι υπάρ χει κάτι εγγενώς λανθασμένο στις πολιτικές που ευαγγελίζονται την έμφυλη ισότητα.
Αναμφίβολα η εξέλιξη των έμφυλων σχέσεων που συντελέστηκε τον 20ό αιώνα στην ελληνική κοινωνία δεν είχε συντελεστεί σε όλους τους προηγού μενους. Αρκεί να αναφερθούμε στο 1952 και στην κατοχύρωση πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών, που εκτός από την ψήφο κατοχύρωναν και την πρόσβασή της στα όργανα και στις λει τουργίες του κράτους, τη συνταγματι κή κατοχύρωση της έμφυλης ισότητας και τις θεσμικές ρυθμίσεις της δεκαε τίας του 80, καθώς και τη μαζική είσο δο γυναικών στην αγορά εργασίας με παράλληλη δραματική άνοδο του επι πέδου εκπαίδευσής τους. Αν όμως ρω τήσουμε «τι σημαίνει κοινωνικά και πολιτικά να είναι κανείς γυναίκα» στις
αρχές του αιώνα και αντίστοιχα στο τέ λος του, οι απαντήσεις θα εντυπωσία ζαν με το μέγεθος των παρατηρούμε νων αλλαγών, αλλά και με την πληθώ ρα των ουσιαστικών ομοιοτήτων. Γιατί η έμφυλη ισότητα που θεσμικά προ βλέπεται, βλέπουμε ότι δομικά εμπο δίζεται. Οι σημαντικές αλλαγές που σημειώθηκαν είναι αμφίβολο αν είναι ουσιώδεις ως προς τον εξουσιαστικό και ιεραρχικό χαρακτήρα του συστή ματος έμφυλων σχέσεων στον ιδιωτι κό χώρο, ενώ η κατωτερότητα στην κοινωνική θέση των γυναικών, συστη ματικών πρωταγωνιστών στη φτώχεια και την ανεργία, είναι σταθερά αναπα ραγόμενη, κάτι που δημιουργεί προ βλήματα και στη λειτουργία της δημο κρατίας: Πράγματι, οι θεσμοθετημένα ως κοινωνικά άνισοι στον ιδιωτικό χώ ρο, όσοι/ες επιφορτίζονται με ρόλους που κοινωνικά ιεραρχούνται ως ανώ τεροι/κατώτεροι, χαρακτηρίζονται από συστηματικές διαφορές στην πρό σβαση σε θέσεις κύρους και δεν μπο ρεί ποτέ να είναι ισότιμοι/ες και αυτό νομοι/ες πολίτες στον δημόσιο χώρο. Η θέση των γυναικών στην αγορά ερ γασίας είναι ενδεικτική της θέσης τους
στον ιδιωτικό χώρο, κάτι που φαίνεται στον επαγγελματικό διαχωρισμό λόγω φύλου, ενώ παράλληλα αν και αποτε λούν πλέον το 40% του εργατικού δυ ναμικού, είναι μόνο το 20% εργοδοτών και αυτοαπασχολουμένων, το δε χά σμα αμοιβών, παρά τις εξαγγελίες, εξακολουθεί να είναι από τα υψηλότε ρα στην Ευρώπη. Συγχρόνως, η μερική απασχόληση είναι πρωτίστως γυναι κεία υπόθεση, όπως και η απασχόλη ση σε προσωρινές ή άτυπες μορφές εργασίας, σε οικογενειακές μονάδες ως συμβοηθούντα μέλη, στην αδήλω τη εργασία κ.ά.
Την ίδια περίοδο, η αύξηση της παρου σίας γυναικών στη Βουλή υπήρξε ση μαντική, αλλά οι γυναίκες εξακολου θούν να μην ξεπερνούν το 17% στη Βουλή του 2009, ακόμη και με την επι βολή (εν μέρει αυτοαναιρούμενων) πο σοστώσεων στα ψηφοδέλτια. Η εικό να της πολιτικής εξουσίας, συνεπώς, παραμένει κυριαρχικά ανδρική (παρά τη συγκυριακή μεγάλη παρουσία γυναικών στην κυβέρνηση), ενώ είναι φανερό ότι σε όλες τις δομές λήψεως αποφάσεων οι γυναίκες υστερούν αριθμητικά, αφού είναι δεδομένο πως σε εξουσιαστικές δομές συμμετέχουν πρωτίστως μέλη κυρίαρχων κοινωνι κών κατηγοριών. Είναι δε βέβαιο ότι η πολιτική περιθωριοποίηση των γυναι κών δεν αποτελεί την πηγή, αλλά μάλ λον απόρροια της κατώτερης κοινωνι κής θέσης που τους επιφυλάσσεται, κάτι που δείχνει τις δυσκολίες (και τις ενδεχόμενες παγίδες) της απόπειρας αναγωγής των γυναικών σε ουσιαστι κούς συμμετόχους της πολιτικής δια δικασίας μέσω παρεμβάσεων στο επί πεδο των αριθμών της πολιτικής τους «εκπροσώπησης».
Ενώ βελτιώθηκαν σημαντικά οι συν θήκες διαβίωσης των γυναικών, και ενώ ενδεχομένως μετατοπίστηκαν τα όρια της κατανομής των εμφύλιων ρό λων, η αντιφατική εικόνα που εμφανί ζεται στον δημόσιο χώρο και πρωτί στως στην εργασία και στην πολιτική καταδεικνύει και τα όρια της ακολου θούμενης πολιτικής φύλου στην Ελλά δα. Τα ριζοσπαστικά μέτρα της δεκα ετίας του 80 δεν στόχευαν στην ανα τροπή των έμφυλων σχέσεων, ούτε στην κατάργηση των καθιερωμένων προτύπων φύλων. Στόχος υπήρξε η δι ευκόλυνση των γυναικών στην άσκη ση των ρόλων τους (που νομιμοποιού νται έτσι περαιτέρω ως δικοί τους) και η κατάργηση των κατάφορων αδικιών σε βάρος τους. Η αντίληψη της «ισό τητας» που διέπει τη σχετική κοινωνι κή πολιτική εντάσσεται απόλυτα στη φιλελεύθερη παράδοση, αφού στο χεύει, κυρίως, στην τυπική εξίσωση των γυναικών με ένα ανδρικό πρότυ πο, μέσω διευκολύνσεων (ωράριο, παιδικοί σταθμοί, κ.ά.) ώστε ως εργα ζόμενες να μην εμποδίζονται από τους, πάντα αποκλειστικά δικούς τους, «γυναικείους ρόλους. Σε μετα γενέστερη περίοδο, οι ευρωπαϊκής εμπνεύσεως πολιτικές, ακόμη και εάν δεχθούμε ότι, ορισμένες τουλάχιστον, έτειναν προς την εξάλειψη των προτύ πων φύλου, στην ελληνική εκδοχή τους, εφαρμόστηκαν στη γνωστή κα τεύθυνση: Διευκολύνσεις, στήριξη ορισμένων γυναικών για την εκπλήρωση των παραδοσιακών ρόλων, αύ ξηση της ορατότητας γυναικών, κτλ.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συνέβαλαν στη βελτίωση της κοινωνικής θέσης συγκεκριμένων γυναικών, ούτε ότι δεν υπήρξε ποτέ πολιτική βούληση για ουσιαστικότερες αλλαγές, αντίθετα. Ωστόσο, οι πολιτικές αυτές, μέσω της άρρητης διάγνωσης την οποία εμπερι έχουν για το τι είναι έμφυλη ανισότη τα,δομούν το πρόβλημα που στοχεύουν να καταπολεμήσουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε αδυνατούν να το αντιμε τωπίσουν ουσιαστικά: Με σεβασμό στα παραδοσιακά όρια των έμφυλων ρόλων, ουσιαστική έμφυλη ισότητα δεν μπορεί ποτέ να κατοχυρωθεί.
Γ ια να γίνει ουσιαστική η ιδιότητα του πολίτη για τις γυναίκες δεν αρκεί ούτε η θεσμοθετη μένη παρουσία (επιβολή) ορισμένων από αυτές στη λειτουργία της δημοκρατίας και σε άλλους θεσμούς, ούτε τα μέτρα για τη διευκόλυνση στην άσκηση των παραδοσιακών ρόλων τους: η ουσιαστική καταπολέμηση της έμφυλης ανισότητας δεν επιτυγχάνεται με σεβασμό στη γενεσιουργό αιτία της. Δηλαδή, στη διπολικότητα του φύλου που είναι εγγενώς εξουσιαστική και ιεραρχική. Για να λειτουργήσει ουσιαστι κά η δημοκρατία, χρειάζεται συνεχής αγώνας για την εμβάθυνση στις αρχές της, χρειάζεται ελεύθερους, αυτόνομους, μορφωμένους, συμμετοχικούς και βεβαίως ισότιμους πολίτες. Πρέπει συνεπώς να τους διαμορφώσει. Και ως προς το φύλο, το βασικό εμπόδιο είναι η διχοτομία με την οποία το αντιλαμβανόμαστε και το βιώνουμε, μια διχοτομία εξ ορισμού ιεραρχική, η οποία είναι κοινωνικά καθορισμένη, παρ ότι σε επίπεδο άρρητης αποδοχής την ανάγουμε στη φύση. Η κυρίαρχη ιδεολογικά ταύτιση των γυναικών με τη φύση και ο σεβασμός της μυθικής «γυναικεί ας διαφορετικότητας» εξακολουθούν να εμποδίζουν την ουσιαστική αναγωγή των γυναικών σε πραγματικά ισότιμες με τους άλλους πολίτες. Συνεπώς, οι γυναίκες «ως γυναίκες», ως το κατώ τερο μέλος ενός διπόλου, δηλαδή, δεν θα γίνουν ποτέ ισότιμες με τους άνδρες. Η επιταγή της «ισότητας των δύο φύλων» μοιάζει μάλιστα εγγενώς ανέφικτη, στον βαθμό που άνδρες και γυ ναίκες συγκροτούνται εξ ορισμού ως άνισοι, γι αυτό και οι πολιτικές που την υπηρετούν έχουν πολύ περιορισμένη επιτυχία.
H μειωμένη παρουσία γυναι κών στις δομές λήψεως αποφάσεων εικονογραφεί με τον πιο έκδηλο τρόπο την αντίφαση με ταξύ της υποτέλειας που επιφυλάσσεται στις γυναίκες στον ιδιωτικό χώρο και της οικουμενικής ισότητας των δικαιωμά των, η οποία αφορά τους «ελεύθερους και ίσους» πολίτες, θεωρητικά ανεξαρτήτως φύλου. Δείχνει, δηλαδή, ότι προβληματική είναι η σχέση της δημοκρατί ας με το σύστημα έμφυλων σχέσεων, και όχι «απλώς» με τις γυναίκες. Συνεπώς υποδεικνύει και την κατεύθυνση των μέτρων που θα πρέπει να θεσμοθε τηθούν ώστε η ιδιότητα του πολίτη να χωρέσει πραγματικά όλες και όλους: Μέτρα αντισεξιστικά σε όλους, ανεξαιρέ τως, τους τομείς, που ενώ θα καταπολε μούν τον (γυναικείο) αποκλεισμό, θα προσφέρουν μια προοπτική ενός άλλου κόσμου, στον οποίο η ταυτότητα φύλου δεν θα είναι δεδομένη, δεν θα λειτουργεί κανονιστικά και περιοριστικά, δεν θα οριοθετεί διαδρομές ζωής και όνειρα, δεν θα αποτελεί εμπόδιο στην αυτο πραγμάτωση. Ναι, γίνεται.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire