Να μάθουμε από πού προέρχονται τα ονόματά μας
Ετυμολογίες αυτονομημένες από την ιστορία, απαλλαγμένες από τις γλωσσικές και τις πολιτισμικές ωσμώσεις; Φυσικά όχι Επαγγέλματα χάνονται ή σπανίζουν ακολουθώντας τις ασυνέχειες που επιβάλλει η επιταχυνόμενη ανάπτυξη της τεχνικής. Κάποτε η ανάπτυξη ή τελειοποίηση της τεχνικής επαναφέρει, διαφοροποιημένα, παλαιά συστήματα εργασίας, λόγου χάρη το Verlaksystem, την οικιακή εργασία κατόπιν παραγγελίας. Ανάμεσα στα πλείστα παραδείγματα, σε τι σύστημα ανήκει σήμερα ο συγγραφέας που προετοιμάζει ηλεκτρονικώς το βιβλίο του ροκανίζοντας δραματικά τον ρόλο του τυπογράφου (και ακόμη και του διορθωτή); Γίνεται απλός εμπορευματικός παραγωγός; Προφανώς ναι, γιατί είναι κάτοχος του μέσου παραγωγής, του υπολογιστή, όχι, γιατί δεν είναι ο ίδιος που προωθεί το προϊόν της εργασίας του στην αγορά: δεν είναι βιοτέχνης. Το τυπολογικό σχήμα της εργασίας διατηρείται ως κέλυφος, σημαίνον με διαφοροποιημένο σημαινόμενο. Ετσι οι λέξεις χάνονται, καθώς διογκώνεται η πολυσημία τους.
Το ίδιο συμβαίνει με τις γνωστικές συστηματοποιήσεις: δεν χάνονται, αλλά υποχωρούν, όχι πάντα προς όφελος της γνωστικής επιστασίας. Θα μείνω μόνο σε ένα παράδειγμα, που έχει άμεση σχέση με την ιστορική έρευνα και την ιστορική ερμηνεία: την ετυμολογία, σε μιαν εποχή όπου η μήτρα της, η γλωσσολογία, έχει σχεδόν «επαναστατικοποιήσει» την ιστορική ερμηνευτική. Τούτο δεν σημαίνει ότι η ετυμολογία έχει εκλείψει, συνεχίζει να ζει με καλές επιδόσεις. Με ενδιαφέρει εκείνη η ετυμολογία που διεμβολίζει την ιστορία αλλά που κι αυτή διεμβολίζεται από την ιστορία.
Ως συνήθως, δεν θα πω τίποτε το πρωτόγνωρο και, πόσω μάλλον το φανταχτερό. Θα αναχαράξω τα μυριόλεκτα.
Ετυμολογίες των σημάτων των τόπων: πολύτιμες γιατί αναδύουν το μακραίωνο δράμα του οικισμένου, του αξιοποιημένου και αναξιοποίητου τόπου, το ήμερο και το άγριο τοπίο. Οι κωδικοποιήσεις είναι πολλές και δεν θα καταπονήσω τον αναγνώστη μνημονεύοντας ορισμένες απ’ αυτές, ούτε θα απεραντολογήσω επιβεβαιώνοντας παραδείγματα: δύο-τρία μόνο.
Ζαβέρδα, δηλαδή Zaborda = πίσω από τον λόφο. Από ποια μεριά όμως βλέπεις τον λόφο; Ζάβορδα ή Τσάμπουρδα: το ίδιο ερώτημα. Η ακαρνανική Ζαβέρδα (με τον εξελληνισμό των τοπωνυμίων έγινε Πάλαιρος) βλέπει στη θάλασσα. Η μακεδονική Ζάβορδα είναι πνιγμένη στα βουνά. Από πού βλέπει κανείς; Περατία είναι το αντίπερα. Η ακαρνανική, επίσης, Περατιά, χωρίζεται από το νησί της Λευκάδας από μια διώρυγα. Από πού ονοματίζεται; Προφανώς από τη Λευκάδα. Με τι σχετίζεται ο θαλασσότοπος που λέγεται Μεσολόγγι; Με τον λόγκο ή τη λογγά; Λογγά είναι το έδαφος που κλέβεις από το νερό περιορίζοντάς το. Τα κρητικά Σφακιά δεν έχουν σχέση με το ομώνυμο φυτό, αλλά με τη διασφάγα, ίσως συμβαίνει το ίδιο και με τους λευκαδίτικους Σφακιώτες. Ας μη συνεχίζουμε με τα πασίγνωστα και από καιρό ετυμολογημένα σήματα του τόπου, τα τοπωνύμια. Ας κορφολογήσουμε κάτι από τα ανθρωπωνύμια: σημαδεύουν τόπους και ανθρώπους.
Μαχαιράδο στη Ζάκυνθο: είναι αυτόδηλο ότι ήταν το χωριό ή το «σπιτομάζωμα» (όπως προσφυώς σήμανε έναν τύπο οικισμού ο Π. Πρεβελάκης) τω(ν) Μαχαιράδω(ν)· γίνεται το ουδέτερο και ορθογραφείται αναλόγως (γι’ αυτό είναι άστοχη και αστόχαστη η πρόσφατη γραφή του Γουδιού σε Γουδή, από την κυριωνυμία «Στου Γουδή»). Αλλοτε η ετυμολογία είναι διαφανής: η Κοντάραινα παραπέμπει σε κάποιον Κόνταρη, το καλιγόνι σε κάποιον Καλιγόνη και πάει λέγοντας. Υπάρχουν όμως και τα δυσετυμολόγητα: γιατί Δημοσάρι στη Λευκάδα και στην Εύβοια; Εχει σχέση με τους «δημοσιαρίους», όπως προτάθηκε ή απλώς έχει χαθεί το σημαινόμενο του σημαίνοντος. Τούτο είναι εύκολο να λέγεται και δύσκολο να κατανοείται. Γιατί η κατανόηση θέτει ένα πρόβλημα πολιτισμικής ιστορίας (δεν θα ήθελα να πω και δημογραφικής): γιατί, λόγου χάρη τόσα σλαβικά τοπωνύμια και τόσο περιχαρακωμένη γεωγραφικά σλαβοφωνία; Εξελληνισμός χωρίς διάδοση της ελληνόφωνης εκπαίδευσης με μόνη εξήγηση την ελληνόφωνη θρησκεία; Αλλά τότε γιατί αυτό δεν ισχύει σε όλη τη σλαβόφωνη ή τουρκόφωνη χριστιανική «ορθοδοξία»; Γιατί «Πατερ-ιμίζ» και όχι «Πάτερ ημών» στους Καραμανλήδες; Ανάμεσα στις ερμηνευτικές υποθέσεις, τα ανθρώπινα κενά, οι solitudines που προκαλούν οι κλιματολογικές μεταβολές, οι επιδημίες, οι εισβολές: οι άνθρωποι αραιώνουν ή χάνονται αφήνοντας στους επιζώντες και στους νεήλυδες τα γλωσσικά τους μνημεία. Δεν νομίζω ότι αρκούν αυτές οι υποθέσεις. Το πρόβλημα των πολιτισμικών ωσμώσεων και των πολιτισμικών μονιμοτήτων αναζητεί το δικό του ερμηνευτικό πολύπλεγμα.
Ανάγκη λοιπόν, να αναβιώσουν εκτατικά οι ετυμολογικές έρευνες και να συνδεθούν με το παρελθόν τους, απαλλασσόμενες από τις εθνικιστικές τους σκοπιμότητες. Ο εξελληνισμός των τοπωνυμίων ήταν μια πράξη εναντίον της απολιθωμένης ιστορίας, δηλαδή της αυτογνωσίας. Συνεχίζεται (ω της ειρωνείας) ώς τις μέρες μας με τις διοικητικές κατανομές που φέρουν το όνομα του Καποδίστρια (Capo d’Istria) ή του Καλλικράτη. Και τούτο όταν μιλάμε για πολιτισμικούς πλουραλισμούς και άλλα κουραφέξαλα, όπως οι ταυτότητες χωρίς ιστορία, για να ολοκληρωθεί η αποδόμηση των πραγματικών ιστορικών ταυτοτήτων, που αναδύθηκαν από την αρχή, την επαναστατική αρχή, των εθνοτήτων. Και πάλι σημαίνοντα χωρίς σημαινόμενα, τσόφλια αυγών που κάποιος ρούφηξε το περιεχόμενό τους ανοίγοντας με ένα βελόνι μιαν αδιόρατη τρύπα στο τσόφλι.
Ετυμολογίες αυτονομημένες από την ιστορία, δηλαδή τα πράγματα; Φυσικά όχι. Απαλλαγμένες από τις γλωσσικές ωσμώσεις, τις πολιτισμικές ωσμώσεις, που εξαερώθηκαν; Και πάλι όχι.
Ας αφήσουμε στην άκρη τα ονόματα των ανθρώπων και τους τρόπους σχηματισμού τους. Πολλά είναι κραυγαλέας διαφάνειας. Τόσα οικογενειακά ονόματα (πατρωνυμικά, με την κατάληξη -άδης και -ίδης, πλαστά ή κατά μετάφραση του τουρκικού «ογλού» (και όχι «μπιν»): όλα τους ετυμολογικώς διαφανή. Αλλα τα εξελληνισμένα επαγγελματικά. Και μερικά που αντιστάθηκαν και παραμένουν τουρκικά ή λατινογενή. Αν προχωρούσαμε στην απαρίθμηση παραδειγμάτων με τα επαγγελματικά θα φτάναμε στη σκιαγράφηση μιας καταγωγικής κοινωνικής στρωματογραφίας. Ας θυμηθούμε και τα λήγοντα σε -ειδής: χαρακτηρίζουν την όψη του ανθρώπου (διαφανή και δυσετυμολόγητα καθώς Μαυροειδής, Δρακονταειδής, Σουλαειδής). Δεν είναι ουσιαστικά αλλά επίθετα γι’ αυτό και η «κακοειδής» γυναίκα. Αλλά μας χρειάζεται να ξέρουμε από πού προέρχονται τα ονόματά μας όπως χρειάζεται να ξέρουμε από πού προέρχονται τα ονόματα των εννοιών, των σχέσεων των ανθρώπων με τη φύση, των σχέσεων των ανθρώπων με τα δημιουργήματά τους. Τα ξέρουμε σε μεγάλο βαθμό, γιατί έχουν δουλέψει και γενιές γλωσσολόγων και ιστορικών. Εχουμε ακόμη κενά, εύκολο να αναπληρωθούν αν υπήρχε η φροντίδα, που κατά πολύ χάθηκε στο παρελθόν, να αξιοποιηθεί ο διανοητικός πλούτος που φέρνει η δυστυχία της μετανάστευσης. Αν, για παράδειγμα, στο παρελθόν εκείνοι που αποφασίζουμε να μας κυβερνάνε, είχαν ιστορικού τύπου εσωτερικές επιταγές, από χρόνια πολλά θα είχαμε οσμανολογικές σπουδές περιωπής, ξεκινώντας από κάποιους Χλωρούς και Καρολίληδες και φτάνοντας σε κάποιους Παπάζογλους και Σταυρινίδηδες ή σλαβικές και άλλες σπουδές. Τουλάχιστον ας κατανοήσουμε γιατί δεν έγιναν όλα αυτά και γιατί μας δίδαξαν από παλιά ένας Καντεμίρ ή ένας Καταρτζής ότι δεν πρέπει να εκφραζόμαστε με τη γλώσσα του κυρίαρχου, δηλαδή του κατακτητή. Και γιατί αυτό δεν ίσχυσε στις δυτικές κτήσεις: ερωτήματα που έχουν βρει τις απαντήσεις τους, αλλά που πρέπει να ξανατεθούν. Ισως γιατί οι απαντήσεις δεν ανταποκρίνονται παρά ως πραγματολογικές συμβολές στις απαιτήσεις μιας σύγχρονης (και «επικαιροποιημένης») ιστορικής αναζήτησης.
* Ο Σπ. Ι. Ασδραχάς είναι ιστορικός.
ΥΓ. Στο σημείωμά μου της 23/1/11, η κακογραφία μου έκαμε το «εκπρεπές» παράδειγμα «εκκρεμές». Ωστόσο, ένα πανοπτικό έργο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως «εκκρεμές».
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire