Ελένη Ψυχούλη
Τόση μητρότητα μέσα σε μια πρόταση, με έπεισε να πάρω τα βουνά της ταβέρνας, η οποία, κατά τα ενθουσιώδη λεγόμενα, ως μοναδικό της ελάττωμα έμοιαζε να έχει την -εξοχική της- απόσταση. Στο δια ταύτα, έμεινα με την όρεξη, την απαντοχή, αλλά και με έναν εκνευρισμό επιπλέον για τα έξοδα της Αττικής και το χάσιμο πολύτιμου χρόνου από την ζωή μου.
Μια φάβα χωρίς ένα κατιτίς να την αναστήσει, ένα κατσικάκι νερομπλούμ, κάτι γεμιστά που παρόμοια μπορεί μόνο να σου πετύχουν στο 8ο Τάγμα Πεζικού.
Και τα’ βαλα άλλη μια φορά με τον εύπιστο εαυτό μου, που ενώ για τίποτα στον κόσμο δεν θα πήγαινε ούτε μέχρι το δίπλα τετράγωνο για τον κεφτέ της δικής μου μαμάς, που με τη μαγειρική έχει ψυχραθεί εκ γενετής, πήρε τους μακρινούς δρόμους για την κουζίνα μιας άγνωστης μάνας με ανάλογο ταλέντο.
Κάπου εκεί συνειδητοποίησα τη διάσταση γαστρονομικής τρέλας που έχει αποκτήσει εσχάτως η «μαμαδίστικη» γεύση. Εκεί που παλιά άλλα αναζητούσαμε σε μια έξοδο, τώρα όλοι έχουμε ανάγει σε αξίωμα την επίκληση της μητρότητας, η οποία όταν αναφέρεται στη γεύση, ταυτίζεται με το νόστιμο, το άριστο, το «αξίζει τον κόπο».
Αν ζούσε ο Φρόιντ, ίσως να μετέφραζε το φαινόμενο σαν λαχτάρα για μαζική επιστροφή στη μήτρα εν όψει των δύσκολων καιρών. Μπορεί και πάλι να είναι η ανάγκη που γίνεται φιλοτιμία, καθότι συνήθως η κουζίνα της -γενικώς- μαμάς δεν κοστίζει ακριβά κι επιπλέον διαθέτει την οικειότητα των συνταγών που όλοι ξέρουμε και πάντα θα εμπιστευόμαστε.
Ωστόσο, ορκίστηκα να μην ξαναπέσω θύμα και της δικής μου λαχτάρας για κάτι σπιτικό. Την επόμενη φορά θα ζητήσω πιστοποιητικό και εξονυχιστική ανάλυση των μυρωδικών ενός κεφτέ, καθότι ως γνωστόν, όλες οι μαμάδες δεν μαγειρεύουν καλά και η μητρότητα δεν μεταφράζεται απαραίτητα σε νοστιμιά με τη βούλα.
Πηγή: www.tovima.gr
Δημοσιεύτηκε στις 23/09/2011
«Φάγαμε υπέροχα», μου εμπιστεύεται φίλη ομοϊδεάτισσα και ομοούσια σε θέματα γεύσης, «…όλα μαμαδίστικα. Κεφτεδάκια σαν της μαμάς, γεμιστά λες και τα έφτιαξε η μαμά σου, κατσικάκι λαδορίγανη σαν από χεράκια μανούλας».
Μια φάβα χωρίς ένα κατιτίς να την αναστήσει, ένα κατσικάκι νερομπλούμ, κάτι γεμιστά που παρόμοια μπορεί μόνο να σου πετύχουν στο 8ο Τάγμα Πεζικού.
Και τα’ βαλα άλλη μια φορά με τον εύπιστο εαυτό μου, που ενώ για τίποτα στον κόσμο δεν θα πήγαινε ούτε μέχρι το δίπλα τετράγωνο για τον κεφτέ της δικής μου μαμάς, που με τη μαγειρική έχει ψυχραθεί εκ γενετής, πήρε τους μακρινούς δρόμους για την κουζίνα μιας άγνωστης μάνας με ανάλογο ταλέντο.
Κάπου εκεί συνειδητοποίησα τη διάσταση γαστρονομικής τρέλας που έχει αποκτήσει εσχάτως η «μαμαδίστικη» γεύση. Εκεί που παλιά άλλα αναζητούσαμε σε μια έξοδο, τώρα όλοι έχουμε ανάγει σε αξίωμα την επίκληση της μητρότητας, η οποία όταν αναφέρεται στη γεύση, ταυτίζεται με το νόστιμο, το άριστο, το «αξίζει τον κόπο».
Αν ζούσε ο Φρόιντ, ίσως να μετέφραζε το φαινόμενο σαν λαχτάρα για μαζική επιστροφή στη μήτρα εν όψει των δύσκολων καιρών. Μπορεί και πάλι να είναι η ανάγκη που γίνεται φιλοτιμία, καθότι συνήθως η κουζίνα της -γενικώς- μαμάς δεν κοστίζει ακριβά κι επιπλέον διαθέτει την οικειότητα των συνταγών που όλοι ξέρουμε και πάντα θα εμπιστευόμαστε.
Ωστόσο, ορκίστηκα να μην ξαναπέσω θύμα και της δικής μου λαχτάρας για κάτι σπιτικό. Την επόμενη φορά θα ζητήσω πιστοποιητικό και εξονυχιστική ανάλυση των μυρωδικών ενός κεφτέ, καθότι ως γνωστόν, όλες οι μαμάδες δεν μαγειρεύουν καλά και η μητρότητα δεν μεταφράζεται απαραίτητα σε νοστιμιά με τη βούλα.
Πηγή: www.tovima.gr
Δημοσιεύτηκε στις 23/09/2011
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire