Της Γεωργίας Γεωργακαράκου
Στην περίπτωση του Ματθαίου Πόταγα η σχέση με τον
κινηματογράφο ξεκινά ήδη από το 1937. Από τη χρονιά, δηλαδή, που ως
μαθητής του Δημοτικού άρχισε να βοηθά στην επιχείρηση του πατέρα του,
στον κινηματογράφο Παλάς του Παγκρατίου, κόβοντας εισιτήρια στο ταμείο. Η
επαφή με την κινηματογραφική μηχανή προέκυψε λίγα χρόνια αργότερα, όταν
γεμάτος περιέργεια ξημεροβραδιαζόταν στις καμπίνες προβολής ώστε να
μάθει τη δουλειά από τους μηχανικούς της εποχής.
Από τότε βέβαια έως σήμερα είναι πολλά αυτά που έχουν αλλάξει στον κινηματογράφο, με πρώτο, όπως υποστηρίζει, την κινηματογραφική μηχανή. Τη συσκευή, με άλλα λόγια, από την οποία ξεκινά και τελειώνει η προβολή της ταινίας. «Στην αρχή η μηχανή δεν είχε μοτέρ για να κινείται αυτόματα και να προβάλλει την ταινία. Ο μηχανικός επομένως ήταν αναγκασμένος να την κινεί με μανιβέλα επί δύο ώρες, ώστε τα κάρβουνα που δημιουργούσαν το βολταϊκό τόξο να βρίσκονται σε κατάλληλη μεταξύ τους απόσταση. Οταν πια τα κάρβουνα σταθεροποιούνταν, διοχετευόταν μέσα σε αυτά ηλεκτρικό ρεύμα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια λαμπερή φλόγα η οποία φώτιζε τον φακό από τον οποίο προβαλλόταν η ταινία. Αργότερα βέβαια επινοήθηκε ο μηχανισμός που κρατά σταθερά τα κάρβουνα. Συχνά όμως ο μηχανισμός δεν ήταν αποδοτικός, με αποτέλεσμα τα κάρβουνα να απομακρύνονται και να σταματάει ξαφνικά η προβολή. Τελικά, πριν από περίπου 30 χρόνια εφευρέθηκε η λυχνία με τη λάμπα αερίου Xenon, η οποία κρατάει σταθερό τον φωτισμό, χωρίς να παρεμβάλλονται τα κάρβουνα».
Από τότε βέβαια έως σήμερα είναι πολλά αυτά που έχουν αλλάξει στον κινηματογράφο, με πρώτο, όπως υποστηρίζει, την κινηματογραφική μηχανή. Τη συσκευή, με άλλα λόγια, από την οποία ξεκινά και τελειώνει η προβολή της ταινίας. «Στην αρχή η μηχανή δεν είχε μοτέρ για να κινείται αυτόματα και να προβάλλει την ταινία. Ο μηχανικός επομένως ήταν αναγκασμένος να την κινεί με μανιβέλα επί δύο ώρες, ώστε τα κάρβουνα που δημιουργούσαν το βολταϊκό τόξο να βρίσκονται σε κατάλληλη μεταξύ τους απόσταση. Οταν πια τα κάρβουνα σταθεροποιούνταν, διοχετευόταν μέσα σε αυτά ηλεκτρικό ρεύμα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια λαμπερή φλόγα η οποία φώτιζε τον φακό από τον οποίο προβαλλόταν η ταινία. Αργότερα βέβαια επινοήθηκε ο μηχανισμός που κρατά σταθερά τα κάρβουνα. Συχνά όμως ο μηχανισμός δεν ήταν αποδοτικός, με αποτέλεσμα τα κάρβουνα να απομακρύνονται και να σταματάει ξαφνικά η προβολή. Τελικά, πριν από περίπου 30 χρόνια εφευρέθηκε η λυχνία με τη λάμπα αερίου Xenon, η οποία κρατάει σταθερό τον φωτισμό, χωρίς να παρεμβάλλονται τα κάρβουνα».
Το βασικό μειονέκτημα των κινηματογραφικών μηχανών της εποχής ήταν
τα εύφλεκτα υλικά. Τις τελευταίες ωστόσο δεκαετίες η χρήση λιγότερο
επικίνδυνων υλικών για την κατασκευή τους προφυλάσσει από ατυχήματα.
Οταν για παράδειγμα το φιλμ για άγνωστους λόγους «κολλούσε» και δεν
έπαιζε, η λάμψη που προερχόταν από τα κάρβουνα έπεφτε στη μηχανή, με
συνέπεια την ανάφλεξή της. «Το 1958 στον κινηματογράφο Καλιφόρνια του
Πειραιά δύο-τρεις θεατές έχασαν τη ζωή τους με αυτόν τον τρόπο. Και στην
Κατοχή, αν θυμάμαι καλά, σε κινηματογράφο της Φιλαδέλφειας είχε αρπάξει
φωτιά η μηχανή και ο μηχανικός έπαθε εγκαύματα», θυμάται ο κ. Πόταγας
που φέρνει στη μνήμη του ακόμη και τις εποχές όπου οι κινηματογράφοι
μοιράζονταν στα διαλείμματα τις κόπιες των ταινιών.
«Οι ταινίες έρχονταν σε μία, το πολύ σε δύο κόπιες για όλη την
Ελλάδα. Η μία κόπια όμως συχνά δεν έφτανε για όλες τις αίθουσες της
Αθήνας. Πόσω μάλλον αν η ταινία κέρδιζε την απήχηση του κοινού. Ετσι,
λοιπόν, ενώναμε τα 6-7 κομμάτια που μας έστελναν οι εταιρείες διανομής
σε δύο ξεχωριστά, τα οποία μετά την προβολή τους έπαιρνε ο διανομέας με
το ποδήλατο ή το μηχανάκι και τα πήγαινε στον άλλο κινηματογράφο. Βασική
προϋπόθεση για να συμβεί αυτό ήταν η ύπαρξη δύο μηχανών: με το τέλος
του πρώτου μέρους έπαιζε η συνέχειά του από τη δεύτερη μηχανή και
ταυτόχρονα το πρώτο μισό της ταινίας που είχε ήδη προβληθεί έφευγε
κατευθείαν για τις άλλες αίθουσες της Αθήνας. Τώρα πλέον διανέμονται 200
κόπιες για κάθε ταινία. Αν η ταινία δεν προωθηθεί τη στιγμή που πρέπει
χάνει την αξία της, αφού ο καθένας μπορεί να την κατεβάσει από τον
κομπιούτερ του ή να τη δει σε DVD», υποστηρίζει ο κ. Πόταγας, ο οποίος
διευκρινίζει ότι ο ίδιος δεν κατεβάζει ταινίες αφού δεν είναι
εξοικειωμένος με τη χρήση του Ιντερνετ. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο,
γνωρίζει πολύ καλά την τεχνολογία του 3D, αφού έχει εμφανιστεί μέχρι
στιγμής δύο φορές στο παρελθόν: το 1939 με την ονομασία ανάγλυφος
κινηματογράφος και τη δεκαετία του 1950 ως τρισδιάστατος κινηματογράφος.
Προβολές στην πρίζα
Παραδόξως, την ίδια άποψη μοιράζονται ο Γιάννης Μελαχροινούδης και ο
Αγγελος Σεμελάς, μηχανικοί και οι δύο στους πολυκινηματογράφους Village
Cinemas από την πρώτη ημέρα δημιουργίας τους και από τους καλύτερους
γνώστες του είδους στην Ελλάδα. Αν και ο «Τιτανικός» σε 3D πάει πολύ
καλά σε σχέση με τις υπόλοιπες ταινίες, όπως μας ενημερώνουν, κάτι
τέτοιο δεν μπορεί να θεωρηθεί κανόνας. Οι ενδείξεις άλλωστε που έρχονται
από το εξωτερικό δείχνουν ότι η τρισδιάστατη τεχνολογία γνωρίζει
μικρότερη απήχηση από την αναμενόμενη. Σε αυτό ενδεχομένως να παίζει
ρόλο το ότι πολλοί άνθρωποι δεν μπορούν να αντιληφθούν την τρίτη
διάσταση. «Υπάρχει ένα θέμα με το 3D: αν το ένα μάτι δεν βλέπει καλά,
υπάρχει περίπτωση - επειδή βασίζεται σε οφθαλμαπάτη - να μην το
αντιληφθείς καν», διευκρινίζει ο Αγγελος Σεμελάς που ασχολείται με την
κινηματογραφική μηχανή από την ηλικία των 10 ετών.
Εξακολουθώντας να δουλεύει και με αναλογικές κινηματογραφικές
μηχανές και με ψηφιακές που υποστηρίζουν το τρισδιάστατο σύστημα, μας
εξηγεί τις βασικές διαφορές στον χειρισμό των δύο αυτών μηχανών: «Οταν
παίζω αναλογικές ταινίες, πρέπει να περάσω το φιλμ σε μπομπίνες και από
'κεί να το βάλω να παίξει στην κατάλληλη μηχανή. Στην περίπτωση του 3D ο
μηχανικός έχει την αρμοδιότητα να φορτώσει την ταινία από τον σκληρό
δίσκο (η εταιρεία διανομής τη στέλνει σε ψηφιακή μορφή) στον σέρβερ και
κατόπιν στη μηχανή, η οποία έχει μπροστά της τον 3D προτζέκτορα, ώστε να
γίνει η προβολή τρισδιάστατα. Χωρίς τον προτζέκτορα η ταινία δεν
προβάλλεται τρισδιάστατη. Ενώ στο φιλμ η εικόνα και ο ήχος είναι
τυπωμένα επάνω στο ίδιο το φιλμ».
Σε αντίθεση με τους συνοικιακούς κινηματογράφους, τα πολυσινεμά
διαθέτουν ενιαία καμπίνα προβολής, με κινηματογραφικές μηχανές ανάλογες
με τον αριθμό των αιθουσών. Ο Αγγελος Σεμελάς έχει υπό την εποπτεία του
14 μηχανές, οι οποίες στεγάζονται σε έναν και μοναδικό χώρο από τον
οποίο ξεκινά και τελειώνει η προβολή για καθεμία από τις 14 αίθουσες
ξεχωριστά. Ποια προβλήματα όμως μπορεί να προκύψουν κατά τη διάρκεια της
προβολής; «Στο ψηφιακό μπορεί να συμβεί ό,τι και σε έναν υπολογιστή. Να
κολλήσει δηλαδή η μηχανή, ο σέρβερ ή να σταματήσει ο δίσκος να
δουλεύει. Επειδή όλα είναι ηλεκτρονικά, σε αρκετές περιπτώσεις έχει
τύχει να σταματήσει η προβολή. Η πρώτη εναλλακτική που έχω είναι να
γυρίσω λίγο πίσω την ταινία, κάτι που δεν συμβαίνει με το φιλμ. Αν τα
πράγματα δεν πάνε καλά, ο κόσμος δυσανασχετεί - ειδικά αν ακυρωθεί
εντελώς η προβολή», σχολιάζει ο μηχανικός, ο οποίος πριν από το τέλος
της κουβέντας αποκαλύπτει τον κρυμμένο άσο τού 3D: ακόμη και αν βάλεις
κάμερα στην αίθουσα, σε αντίθεση με τις αναλογικές, δεν μπορεί με
τίποτα να αντιγραφεί.
Πηγή: www.tanea.gr
Δημοσιεύτηκε στις 28/04/2012
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire