ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΕΠΑΦΗ

Το ιστολόγιο Πενταλιά πήρε το όνομα
από το όμορφο και ομώνυμο χωριό της Κύπρου.
Για την επικοινωνία μαζί μας
είναι στη διάθεσή σας το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο:
pentalia74@gmail.com

dimanche 29 avril 2012

Που γράφονται καλύτερα οι ιστορίες; Καφενείο ή σπίτι;


Του Νικόλα Ζώη

Λένε ότι ο Προυστ έγραφε σε δωμάτιο μονωμένο με αυγοθήκες και ότι ο Πεσόα περνούσε πολλές δημιουργικές ώρες στο καφέ Brasileira στη Λισαβώνα. Και οι δύο άφησαν πίσω τους αριστουργήματα, επομένως ο ιδανικός τόπος γραφής είναι μάλλον δικό τους θέμα. Είναι όμως έτσι και για τους σύγχρονους έλληνες συγγραφείς; Τι προτιμούν ως φόντο τη δύσκολη ώρα της λογοτεχνικής γέννας;

Λέγεται ότι οι πρώτοι συγγραφείς που αψήφησαν τη μουρμούρα από το διπλανό τραπέζι ήταν οι Γάλλοι των δύο ή τριών προηγούμενων αιώνων. Μπορεί να φταίει η εξάπλωση των οθωμανικής τεχνοτροπίας καφενείων στη χώρα τους ή το ανήσυχο πνεύμα του Διαφωτισμού. Ωστόσο η συνήθεια τελικά έφτασε να εκπροσωπείται από ονόματα όπως ο Πολ Βερλέν, ο Αλμπέρ Καμί ή ο Γκι Ντεμπόρ. Οχι ότι όσοι εξάσκησαν το σπορ πριν από αυτούς το έκαναν λιγότερο επιτυχώς. Τα τραπεζάκια του Procope, του αρχαιότερου παριζιάνικου καφέ, μπορούν να υπερηφανεύονται ότι φιλοξένησαν τις αναζητήσεις του Βολταίρου, του Ρουσό, του Νταλαμπέρ ή του Ντιντερό. Ούτε μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι οι «καφενόβιες» λογοτεχνικές αναζητήσεις ήταν αποκλειστικά γαλλική υπόθεση. Το βενετσιάνικο Café Florian σερβίρισε αρκετούς καφέδες στον Γκαίτε ή στον Σταντάλ, ο Χέμινγουεϊ μάλλον κράτησε αρκετές σημειώσεις σε «Ενα όμορφο καφέ στην πλατεία Σαν Μισέλ» προτού υπογράψει το ομώνυμο αφήγημα, ενώ κάτι παρόμοιο μάλλον έκανε και ο Μπάμπελ προτού τοποθετήσει τους ήρωές του στα καφενεία της Οδησσού. Ο Μούζιλ, ο Κράους και ο Φρόιντ, από την άλλη, θα ήταν ασυντόνιστοι με την εποχή τους αν δεν επισκέπτονταν κάποιο βιεννέζικο καφέ στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Κάφκα μπορεί να είχε ακόμη λιγότερους φίλους αν δεν σύχναζε στο καφέ Arco της Πράγας, όπου τους διάβαζε αποσπάσματα από τη «Δίκη». Οσο για τον Σαρτρ, το φιλοσοφικό του μανιφέστο «Το είναι και το μηδέν» ενδεχομένως να ήταν αρκετά διαφορετικό αν δεν γραφόταν στο μεγαλύτερο μέρος του στο Café de Flore της Λεωφόρου Σεν Ζερμέν.
Ποια θέση παίρνει (στην κυριολεξία) το ελληνικό συγγραφικό ρόστερ; Η ντόπια λογοτεχνική μυθολογία έχει καταγράψει τον Παπαδιαμάντη στη Δεξαμενή ή τον Καρούζο σε κάποιο καφέ της Μαβίλη, ποιες είναι όμως οι σύγχρονες τάσεις; Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, π.χ., πιστεύει ότι η «outdoors» γραφή ανήκει σε εποχές όπου οι συγγραφείς ταξίδευαν περισσότερο. Ο ίδιος αισθάνεται αμήχανα να γράφει σε δημόσιο χώρο. Οσες φορές χρειάστηκε έστω να κρατήσει σημειώσεις ένιωσε να εκτίθεται, «σαν να φορούσε ένα παράξενο ρούχο». Χώρια που, όπως τονίζει, «η Ελλάδα της καφετέριας και του νεσκαφέ είναι ό,τι πιο αντιδημιουργικό υπάρχει». Η Αμάντα Μιχαλοπούλου λέει ότι γράφει σχεδόν παντού. Μόλις ολοκλήρωσε τη «Λαμπερή μέρα», που γράφτηκε «σε κουζίνες, σε γραφεία, σε εξοχικά φίλων, σε κρεβατοκάμαρες, σε αεροδρόμια, σε καφέ, ακόμη και σε εστιατόρια περιμένοντας αργοπορημένους φίλους», ενώ θεωρεί τις διαφορετικές συγγραφικές συνήθειες «ανακουφιστική απόδειξη ότι οι συγγραφείς υπάρχουν, έχουν προτιμήσεις, δεν είναι εξαϋλωμένα πνεύματα, αέρας κοπανιστός». Η Ελένη Πριοβόλου παραδέχεται ότι το παραμύθι «Ο τρυφεράκανθος» γράφτηκε στο τρένο από την Αθήνα στην Αλεξανδρούπολη, θυμίζει όμως ότι ένα ιστορικό, λόγου χάρη, μυθιστόρημα απαιτεί βιβλιογραφική έρευνα. Η ίδια η γραφή «είναι μια μοναχική δραστηριότητα, μια συνομιλία με τον εαυτό σου, μια αναζήτηση της αλήθειας σου». Και όλα αυτά ακούγονται σωστά. Ας δούμε όμως τι λένε - και κυρίως από πού το λένε - τέσσερις ακόμη λογοτέχνες, για τις συνήθειές τους.

Ανδρέας Μήτσου

Το κέντρο της Αθήνας τον «γεμίζει» έτσι κι αλλιώς. Του δίνει ένα μικρό καθημερινό νόημα για λόγους που δεν μπορεί να διευκρινίσει. Το Ντεζιρέ, ένα μικρό, παλιό ζαχαροπλαστείο στο Κολωνάκι, με ξύλινα τραπεζάκια και καρέκλες, του δίνει μια αίσθηση εσωτερικής ειρήνης. Δεν επηρεάζεται από τους πελάτες. Αντίθετα, μερικοί είναι καλλιτέχνες που τον κάνουν να νιώθει ότι οδεύουν μαζί σε μια κοινή αναζήτηση. Αν βρει κάποιον στο αγαπημένο του τραπέζι, μπορεί να συνοφρυωθεί, ακόμη και να φύγει. Εχει και τη δική του μικρή ιεροτελεστία, την οποία προσπαθεί να μην τη φανερώσει «για να μην τον περάσουν για βλαμμένο». Την ασκεί περίπου τρεις φορές την εβδομάδα, για τέσσερις ώρες, στις οποίες μπορεί να βρεθεί μια μαγική στιγμή υψηλής χρονικής πυκνότητας, μια στιγμή εσωτερικής επαφής με τον εαυτό του, ικανή να αποστάξει τον χρόνο. Παρατηρεί πίσω από τη βιτρίνα, «σαν αθέατος ηδονοβλεψίας των πραγμάτων» (το λέει και ο Τρούμαν Καπότε στο «Πρόγευμα στο Τίφανις»). Κάπως έτσι έγραψε το μεγαλύτερο μέρος του «Κύριου Επισκοπάκη». Και κάπως έτσι συνειδητοποίησε ότι έχοντας επιλέξει την επανάληψη, τις πολλές ώρες στο ίδιο μέρος, «έρχεσαι σε καλύτερη επαφή με τον εσώτερο εαυτό σου. «Θυμήσου», λέει, «ότι ο Σολωμός έγραφε "βάστα, καημένο Μεσολόγγι" παρατηρώντας τα γεγονότα από μακριά και αυτή είναι η προσφορά του. Οι πυθαγόρειοι χώριζαν τους ανθρώπους σε μαχητές που ασκούν την καθημερινή ζωή, σε μεταπράτες που διαχειρίζονται το προϊόν των πρώτων, αλλά και σε θεατές. Τους καλλιτέχνες, δηλαδή, που βλέπουν τα πράγματα από μακριά, έχοντας τη δυστυχία να βρίσκονται με το ένα πόδι στη ζωή και με το άλλο στον αέρα».

Λένα Διβάνη

Οταν πριν από χρόνια σε ένα πανεπιστήμιο της Βοστώνης ανακάλυψε εκείνο το βιβλιοπωλείο με το καφέ στο εσωτερικό του, χάρηκε τόσο που δεν μπορούσε να ξεκολλήσει. Διάβασε, τσιμπολόγησε όσο περισσότερα βιβλία μπορούσε, δικό της όμως δεν έγραψε. Είναι άνθρωπος που γράφει κατά μόνας, στο σπίτι της στο Μαρούσι, ενίοτε και σε κάποιο επί τούτου νοικιασμένο δωμάτιο με θέα το Αιγαίο. Γύρω της, σωροί από βιβλία, σημειώσεις, γεμάτα τασάκια, άδεια φλιτζάνια που χτίζουν μια γυάλινη σφαίρα από την οποία δεν περνούν τηλέφωνα ή κουδούνια. Χώρια που μπορεί να γράφει και για δέκα συνεχόμενες ώρες, ώσπου το βιβλίο ζωντανεύει και γίνεται ο κόσμος της. «Πράγματα δηλαδή που δεν μπορούν να συμβούν σε ένα καφενείο», εξηγεί. «Εκεί οποιοσδήποτε μπορεί να σου μιλήσει και εσύ θα είσαι γελοίος και μισάνθρωπος αν δεν απαντήσεις». Οχι ότι η Λένα Διβάνη αντιπαθεί τα μέρη όπου συχνάζουν άνθρωποι. Εχει περάσει, όπως λέει, σχεδόν τη μισή ζωή της σε καφέ και σήμερα δεν είναι απίθανο να την πετύχεις στο καφέ του Ιανού ή στο Φλοράλ στα Εξάρχεια. Οταν ακούει όμως για συγγραφείς που γράφουν εκτός, σκέφτεται ότι η ίδια στη δουλειά της είναι «λιγάκι Γερμανίδα», θιασώτης του προγράμματος και της απομόνωσης. Της είναι δύσκολο ακόμη και σημειώσεις να κρατήσει μόλις δει κάτι που ερεθίσει την έμπνευσή της. Τις ιδέες που έχει απλώς τις θυμάται. Πολλές γεννιούνται σε καφέ, μεταξύ συζητήσεων ή παρατηρήσεων της ζωής που παρελαύνει μπροστά της. «Ο συγγραφέας, όμως», λέει, «δεν πρέπει να έχει μόνο το χάρισμα να γράφει, αλλά και να βλέπει».

Αύγουστος Κορτώ

«Σύστημα», «μέθοδος», «εργατικότητα», «αφοσίωση». Να μερικές λέξεις ταιριαστές στον τρόπο με τον οποίο γράφει ο Αύγουστος Κορτώ. Μερικές αταίριαστες είναι: «αντιπερισπασμοί», «άσχετη μουσική», «ομιλίες» και άλλα τέτοια ενοχλητικά και θορυβώδη. Ετούτος ο συγγραφέας δεν θα επιλέξει το καφέ, ούτε αν πρέπει να εργαστεί σε κάποια μετάφραση. Η οποία, εδώ που τα λέμε, απαιτεί έρευνα σε λεξικά ή σε προηγούμενες μεταφράσεις, αναζήτηση στο Διαδίκτυο («δεν γίνεται να εξαρτάσαι από το wi-fi ενός καφέ, που τώρα πιάνει, τώρα δεν πιάνει»), και τέλος πάντων αρκετή συνδυαστική δουλειά. Επειτα είναι και τα αμέτρητα τσιγάρα, οι καφέδες («θα χρειαζόμουν ένα σωρό λεφτά αν έγραφα σε κάποιο μαγαζί», λέει γελώντας) που καταναλώνει μέσα στις περίπου πέντε ή έξι μεσημεριανές και απογευματινές ώρες που τον απασχολεί η συγγραφή των δικών του πονημάτων. Επάνω στο γραφείο του θα βρεις επτά ή οκτώ σκόρπιους αναπτήρες («κάποιος θα δουλεύει, κάποιος όχι»), πολλά πακέτα τσιγάρα («κάποιο θα είναι γεμάτο, κάποιο άδειο»), που σκοπό έχουν να απαλλάξουν τον συγγραφέα από την αναζήτηση στο υπόλοιπο σπίτι. Δεν πιστεύει πάντως ότι όλους τους ευνοεί η απομόνωση. «Υπάρχουν συγγραφείς», τονίζει, «άνθρωποι, τέλος πάντων, των οποίων ο οίστρος δεν θάλλει σε περιβάλλον πλήρους απομόνωσης και αποζητούν τη συντροφιά ή κάπως διαφορετικές συνθήκες. Αυτό που χρειάζεσαι είναι ένας χώρος οικείος, ακόμη και αν πρόκειται για ένα καφέ που επισκέπτεσαι κάθε μέρα. Το θέμα είναι πού νιώθεις πιο άνετα».

Γιώργος Μαρκόπουλος

Ξεκίνησε, όπως λέει, να γράφει εκτός των τειχών, από ανάγκη. Οταν ήταν έφηβος, οι γονείς του δεν έβλεπαν με πολύ καλό μάτι τις επιδόσεις του στην ποίηση. Εκείνος έπαιρνε τα μολύβια του, ένα μπλοκάκι από το σπίτι του στην οδό Δεριγνύ και πήγαινε στα γύρω καφενεία. Ενα από αυτά, το οποίο δεν πρόκειται να το ξεχάσει ποτέ, ήταν το Ρεφρέν στη γωνία Πατησίων και Κοδριγκτώνος, «ένα καταπληκτικό μέρος, όπου κάποιο μαγικό χέρι τα είχε κανονίσει έτσι και στην ίδια στέγη χωρούσαν ποδοσφαιρόφιλοι, ταξιτζήδες, κομπάρσοι του σινεμά, αναρχικοί, αλλά και πετυχημένοι άνθρωποι ή σπουδαίοι ποιητές». Εκεί έγραψε σχεδόν ολόκληρη τη συλλογή «Η θλίψις του προαστίου». Σήμερα γράφει (ή κρατά σημειώσεις τις οποίες οργανώνει αργότερα) στο Καφενείο των Ποιητών στην Πλατεία Βικτωρίας, ένα μέρος με φωτογραφίες του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Ελύτη, σφηνωμένο ανάμεσα σε... επώνυμες καφετέριες. Καλημερίζει τους θαμώνες, ρωτάει κάποιον κάτι ιδιαίτερο για την υγεία ή την οικογένειά του, κάθεται δίπλα σε έναν ηλικιωμένο κύριο που κόβει φιγούρες του θεάτρου σκιών με μαεστρία 20χρονου, δέχεται τους φίλους του. Πηγαίνει και στο κοντινό παλαιοβιβλιοπωλείο του Κωστή Νικολάκη - από την εποχή μάλιστα όπου το κατάστημα αποτελούνταν από ένα σκέτο καρότσι με βιβλία. Εχει μια τιμητική θεσούλα στο βάθος, όπου γράφει ή διαλέγει με τον ιδιοκτήτη και φίλο του τα «Ποιήματα που αγαπήσαμε». Οχι, δεν νιώθει ότι η έλλειψη απομόνωσης του στερεί την επαφή με τον εσώτερο εαυτό του. «Την εσωτερική μας φωνή την κουβαλάμε πάντα μέσα μας», λέει. «Και η δική μου γενιά, γενιά του διαλόγου, απόλυτα συνδεδεμένη με τη χαρά της κοινωνίας, ίσως να ήταν η τελευταία που μεγάλωσε έξω. Εγώ μοιράζω και τα δύο. Θέλω να βρίσκομαι με την ψυχή μου, να είμαι όμως και στον κόσμο». 
 
Πηγή: www.tanea.gr
Δημοσιεύτηκε στις 28/04/2012

Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire