ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΕΠΑΦΗ

Το ιστολόγιο Πενταλιά πήρε το όνομα
από το όμορφο και ομώνυμο χωριό της Κύπρου.
Για την επικοινωνία μαζί μας
είναι στη διάθεσή σας το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο:
pentalia74@gmail.com

samedi 11 août 2012

Πόσο ευσταθεί η «φιλελεύθερη» διάκριση ρατσιστικού λόγου και πράξης

Οι λέξεις είναι πράξεις


Της Βάσως Κιντή*

Το ανέκδοτο με τα κουνούπια του Νείλου που τρώνε σπιτικό φαγητό με τόσους Αφρικανούς στην Ελλάδα, το οποίο αναπαρήγαγε η Βούλα Παπαχρήστου στο twitter με τα γνωστά αποτελέσματα, προκάλεσε πολλές συζητήσεις για το κατά πόσον ήταν όντως ρατσιστικό ώστε να δικαιολογεί τη βαριά τιμωρία της. Υποστηρίχθηκε ότι δεν υπάρχει τίποτε μειωτικό για τους Αφρικανούς στη συγκεκριμένη φράση, οπότε η τιμωρία ήταν αδικαιολόγητη.
Σε συνάφεια με το περιστατικό αυτό, ο Δ. Χριστόπουλος, σε κείμενό του στα «ΝΕΑ» (28/7/12) για την ποινικοποίηση του ρατσιστικού λόγου, διακρίνει μεταξύ λόγου και πράξης για να υποστηρίξει ότι σε μια δημοκρατία μπορεί καθένας να λέει «ό,τι ανατριχιαστικό θέλει» αλλά όταν ο ρατσιστικός λόγος γίνεται πράξη, με ηθική ή κυρίως με φυσική αυτουργία, πρέπει να τιμωρείται αμείλικτα.
Και στις δύο περιπτώσεις στο επίκεντρο βρίσκεται το νόημα και ο ρόλος των λέξεων.
Συνήθως θεωρούμε ότι οι λέξεις που όταν είναι γραπτές δεν είναι παρά υλικά σημάδια σε μια επιφάνεια (μελάνι στο χαρτί, χαράξεις σε μάρμαρο, ίχνη κιμωλίας στον πίνακα κ.λπ.) ή όταν είναι προφορικές δεν είναι παρά διαταραχές ηχητικών κυμάτων, έχουν ένα σταθερό νόημα το οποίο αποκτούν εάν συνδεθούν με ένα περιεχόμενο, μια έννοια, μια ιδέα που ορίζεται σε ένα λεξικό. Είναι σαν μια νοητική πνοή να ζωντανεύει τα νεκρά σημάδια των λέξεων. Ωστόσο, για διάφορους λόγους, νοητικές οντότητες όπως οι ιδέες δεν μπορούν να αποδώσουν νόημα στις λέξεις. Π.χ. δεν είναι σαφές πώς μπορεί να επικοινωνούμε, να έχουμε δηλαδή κοινά νοήματα, όταν το νόημα θεωρείται ότι δίνεται από μια υποκειμενική (ή ακόμη και αντικειμενική) ιδέα. Φιλόσοφοι σήμερα υποστηρίζουν πως το νόημα των λέξεων παγιώνεται με τη χρήση της γλώσσας σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Επικοινωνούμε δηλαδή με τις λέξεις επειδή έχουμε μάθει να τις χρησιμοποιούμε με τον ίδιο τρόπο. Απαξ και έχουμε μάθει τη χρήση τους, τις μεταχειριζόμαστε ως εργαλεία σε νέες καταστάσεις για να επιτύχουμε διάφορους σκοπούς. Υπό αυτήν την έννοια, κάθε φορά που χρησιμοποιούμε λέξεις και προτάσεις δεν λέμε απλώς αλλά συγχρόνως κάνουμε. Προσβάλλουμε, ειρωνευόμαστε, ρωτάμε, υποσχόμαστε, κολακεύουμε, επικρίνουμε, βρίζουμε, επιδοκιμάζουμε, αμφιβάλλουμε, καταδικάζουμε, τρομοκρατούμε κ.λπ. Π.χ., αν πω σε ένα γεύμα τη φράση «το φαγητό δεν έχει αλάτι», μπορεί να μεταφέρω απλώς μια πληροφορία ή να επιτιμώ τη μαγείρισσα, να προειδοποιώ κάποιον να το αποφύγει ή να παροτρύνω κάποιον άλλον να το προτιμήσει, μπορεί να παραπλανώ, να υπεκφεύγω κ.λπ. Η πράξη δεν είναι κάτι που προστίθεται σε ένα δεδομένο νόημα αλλά συνιστά το νόημα.

Οι λέξεις είναι πράξεις έλεγε ο Wittgenstein. Ακούγοντας ή διαβάζοντας τις λέξεις καταλαβαίνουμε την προσβολή, την ειρωνεία, την κολακεία κ.λπ. Οι λέξεις συνιστούν την προσβολή ή την ειρωνεία. Ομως, δεν καταλαβαίνουμε μόνο τη φράση που εκφέρεται, καταλαβαίνουμε και πολλά άλλα που δεν διατυπώνονται ρητά. Για να χρησιμοποιήσω το παράδειγμα του φιλοσόφου Paul Grice: αν γράψω μία συστατική επιστολή για έναν φοιτητή και αναφέρω απλώς ότι έχει ωραίο γραφικό χαρακτήρα, δεν λέω μόνο αυτό αλλά σαφώς υπονοώ δι' αυτού ότι δεν είναι καλός φοιτητής και αυτό θα καταλάβουν όσοι τη διαβάσουν. Είναι επίσης σημαντικό να τονίσουμε ότι το νόημα είναι δημόσιο. Μπορεί μία ομιλήτρια να έχει δικούς της σκοπούς όταν μεταχειρίζεται τη γλώσσα, αλλά τα λόγια της έχουν το δημόσιο νόημα της χρήσης τους. [Παρένθεση: στην προηγούμενη φράση επέλεξα να γράψω «μία ομιλήτρια» ενώ θα μπορούσα να γράψω «ένας ομιλητής». Η συγκεκριμένη επιλογή υπονοεί περισσότερα απ' όσα λέει.]

Στο ανέκδοτο της Β. Παπαχρήστου καταλαβαίνουμε πολλά περισσότερα απ' όσα λένε οι λέξεις που χρησιμοποιούνται. Πράγματι, δεν λέγεται κάτι ευθέως και κυριολεκτικά μειωτικό για τους Αφρικανούς, αλλά σαφώς υπονοείται, αφού το ανέκδοτο εστιάζει σε αυτούς που συνήθως γίνονται αντικείμενο ρατσιστικής μεταχείρισης, τους παρουσιάζει ως φαγητό για έντομα, και είναι ακριβώς ένα «αστείο» που για να λειτουργήσει χρειάζεται τη μειωτική μεταχείριση. Την ίδια μειωτική μεταχείριση έχουν σε αστεία οι Πόντιοι, οι Αλβανοί κ.λπ. Γι' αυτό και τέτοια αστεία είναι, με διαβαθμίσεις, κακόγουστα, προσβλητικά, μειωτικά, εν τέλει ρατσιστικά. Επιπλέον, ακόμη κι αν ορισμένοι δεν θεωρούν αυτή τη χρήση της γλώσσας ρατσιστική, η ευρύτερη διεθνής κοινότητα την αντιμετωπίζει ως τέτοια. Εφόσον λοιπόν θέλει κανείς να κινηθεί στο πλαίσιο αυτής της διεθνούς κοινότητας, πρέπει να ξέρει και τους κανόνες.
Η διάκριση του Δ. Χριστόπουλου μεταξύ λόγου και πράξεων στηρίζεται ίσως στην αντίληψη ότι η πράξη είναι κάτι υλικό, απτό, που παράγει αποτελέσματα και ειδικά βλάβη, ενώ ο λόγος είναι κάτι άυλο, ανώδυνο, περαστικό. Αλλά όπως είδαμε, οι λέξεις είναι πράξεις και μπορεί να προξενήσουν βλάβη: να προσβάλουν, να εξευτελίσουν, να γελοιοποιήσουν, να μειώσουν, με σοβαρές συνέπειες στα άτομα και στην κοινωνία. Γι' αυτό, ακόμη και στη φιλελεύθερη αντίληψη που υποστηρίζει τη διάκριση, υπάρχουν λόγοι που δεν επιτρέπονται (π.χ. η συκοφαντία). Οπότε, το να είναι κάτι λόγος δεν σημαίνει αυτόματα ότι εξαιρείται εκ προοιμίου από τυχόν τιμωρία.
*Η Βάσω Κιντή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
 
 
Πηγή: www.tanea.gr
Δημοσιεύτηκε στις 11/08/2012

Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire