Τα μοναχικά γενέθλια μιας δυστυχισμένης κυρίας
Γιώργος Καλλινίκου
Το ψεσινό βράδυ
ήταν πολύ παράξενο. Λίγο μετά τα μεσάνυκτα περνούσα από την τρύπα της πλατείας
Ελευθερίας. Ένα αμυδρό φως μέσα στην τρύπα μου τράβηξε την προσοχή. Κατέβηκα
εκεί από περιέργεια. Διέκρινα μια μαυροφορεμένη κυρία. Φαινόταν κάποιας
ηλικίας. Τελικά δεν ήταν και τόσο μεγάλη όπως αποδείχτηκε. Μάλλον οι
ταλαιπωρίες της ζωής την μεγαλόδειχναν. Το παράξενο ήταν πως καθόταν εκεί
μονάχη. Είχε μπροστά της μια μικρή τούρτα, πάνω στην οποία υπήρχε ένα κερί
αναμμένο. Ήταν αμίλητη. Το όλο σκηνικό με προβλημάτισε. Πλησίασα και τη ρώτησα
αν είναι καλά. Μου απάντησε με ένα ξερό «ναι». Τι κάνετε εδώ μόνη σας,
ξαναρώτησα. «Χρειάζεστε κάτι;». «Έχω γενέθλια» απάντησε με τον ίδιο ξερό τόνο,
δείχνοντας μου καθαρά ότι δεν είχε όρεξη για πολλά λόγια. Ένοιωθα άβολα διότι
ήταν φανερό ότι ενοχλούσα την μοναχικότητα της. Μου ήταν αδύνατο ωστόσο,
μεταμεσονύκτια να αφήσω μια ηλικιωμένη κυρία μέσα στην τρύπα της πρωτεύουσας
και να φύγω. Ήταν και θέμα ασφάλειας της. Τέτοια ώρα, σε τέτοιο χώρο... Τόλμησα
και της υπέδειξα με σεβασμό τον κίνδυνο. Χαμογέλασε. «Τι να φοβηθώ τώρα πια»
μου είπε. Ήταν αντιληπτό πως η απάντηση της παρέπεμπε σε ένα πολύπαθο
παρελθόν.Με το φόβο να γίνω
πολύ ενοχλητικός, ξαναρώτησα: «Γιατί αφού έχετε γενέθλια, δεν τα γιορτάζετε
σπίτι με τους δικούς σας ανθρώπους και ήρθατε μόνη εδώ;». Την απάντηση δεν την
ανέμενα. «Μα σπίτι μου είμαι» είπε. Η πρώτη μου σκέψη ήταν πως η κυρία δεν
πρέπει να τα είχε τετρακόσια. Τα βάσανα της ζωής πρέπει να της είχαν σαλέψει
τα λογικά. «Σπίτι σας η τρύπα;» ξαναρώτησα. «Ναι, από την ημέρα που γεννήθηκα,
εδώ μένω. Κάποτε υπήρχε και πλατεία. Έκαναν γιορτές. Έχει χρόνια όμως που την
κατέστρεψαν. Έπρεπε να ταιριάζει η εικόνα της με την πραγματικότητα που εχθροί
και φίλοι δημιούργησαν πριν από χρόνια. Είχα μια δίδυμη αδελφή. Ελευθερία την
έλεγαν. Είχαν δώσει το όνομα της στην πλατεία». Η κυρία είχε αρχίσει να
αποκαλύπτει τα μυστικά της περίεργης συμπεριφοράς της. Και της μυστήριας
μοναχικής εορτής της…«Μικρούλα ακόμη, η αδελφή μου έπεσε θύμα των ορέξεων αλλόθρησκων ξένων. Την
κακοποίησαν. Και την ακρωτηρίασαν. Πέρασε ένα σωρό βάσανα στα χέρια τους. Κατάφερε
να επιβιώσει. Και συνέχισε να ζει με όσες δυσκολίες αντιμετωπίζει κάποιος που
έχει ακρωτηριασθεί. Η μοίρα της όμως σε αυτό το νησί έμελλε να ήταν τόσο
πολύπαθη όσο και η ιστορία αυτού του δύσμοιρου τόπου. Ακόμη και έτσι
κακοποιημένη από τους ξένους, συνέχιζε να είναι πανέμορφη. Και όσο μεγάλωνε
γινόταν ακόμη πιο λαμπερή, θεσπέσια. Ήλπιζα ότι οι συμπατριώτες μας θα την
στήριζαν και ότι ακόμη και ακρωτηριασμένη θα μπορούσε να ζήσει μια αξιοπρεπή
ζωή. Έπεσα πολύ έξω όμως. Μέτρησα λάθος τους ντόπιους. Όχι όλους βεβαίως. Υπάρχουν
και καλοί άνθρωποι. Εκείνοι που κατέχουν αξιώματα και εξουσία είναι το θέμα. Χρόνια
ολόκληρα, πολλοί από αυτούς έκαναν ότι και οι αλλόθρησκοι πριν τόσα χρόνια. Ζήλευαν
την ομορφιά της, την ποθούσαν. Και την κακοποιούσαν κι αυτοί. Λαμόγια,
μιζαδόροι, τιποτένιοι, καρεκλοκένταυροι, εξουσιομανείς, άπληστοι… Τη
ξεφτύλισαν, την πλήγωσαν, την διέσυραν… Την έκαναν ράκος. Ήταν εντελώς αδύναμη
πια να αντιδράσει. Δεν έπαψε ποτέ όμως να είναι καλλονή. Και ποθητή από όλους.
Τότε ήρθε η σειρά των ξένων. Την πόθησαν και την πήραν. Έστω και όπως ήταν
ακρωτηριασμένη, την ήθελαν πολύ. Τόση αξία είχε η Ελευθερία».
Ποιοι είναι αυτοί οι ξένοι ρώτησα με περιέργεια. Άλλοι από αυτούς που την
κακοποίησαν όταν ήταν 14 χρονών μου απάντησε η κυρία. «Αυτούς τους βλέπεις και
σου φαίνονται πολιτισμένοι. Δεν είναι ούτε άγριοι ούτε βάρβαροι όπως τους
αλλόθρησκους. Είναι ξανθοί και όμορφοι. Με ευγενικούς τρόπους. Δεν
χρησιμοποιούν όπλα και βία όπως εκείνους. Αυτοί επιβάλουν τις ορέξεις τους με
τη δύναμη του χρήματος. Το αποτέλεσμα όμως είναι το ίδιο». Κυρίευσαν δια της
βίας την αδελφή μου. Και όλοι αυτοί οι ντόπιοι που για χρόνια εξουσιάζονταν
από την απληστία για τα πλούτη, σήμερα κλαίνε και οδύρονται γιατί έχασαν την
πιο όμορφη απ’ όλες». Συνέχιζα όμως να μην αντιλαμβάνομαι γιατί η κυρία βρισκόταν εκεί. «Εδώ και
χρόνια, από τότε που πήραν την Ελευθερία έρχομαι την ημέρα των γενεθλίων μου
και σβήνω ένα κεράκι. Όλοι οι άλλοι πάνε και γιορτάζουν. Ανοίγουν σαμπάνιες,
κάνουν δηλώσεις. Μέχρι και παρέλαση κάνουν. Γιορτάζουν τα γενέθλια μας. Προσποιούνται
όλοι. Διαγράφουν την πραγματικότητα. Σβήνουν από το μυαλό τους την απώλεια της
Ελευθερίας και θέλουν να γιορτάσουν τα δικά μου γενέθλια. Πώς να γιορτάσω όμως
εγώ χωρίς τη δίδυμη αδελφή μου; Τι αξία έχει; Χωρίς την Ελευθερία μισή ζωή
έχω. Κι αυτή χωρίς ουσία. Υποκριτές είναι όλοι. Ξέρουν κι αυτοί ότι μόνη μου
χωρίς την Ελευθερία, είμαι δυστυχισμένη. Δυστυχισμένοι είναι και οι απλοί,
αγαθοί άνθρωποι του λαού. Όσοι κατέχουν εξουσία και πλούτο όμως, δεν
καταλαβαίνουν…».Τα μάτια της κυρίας είχαν βουρκώσει. Αφού μου διηγήθηκε τον πόνο της, σηκώθηκε
να φύγει, πριν ξημερώσει και αρχίσουν διάφοροι να ανοίγουν σαμπάνιες. Όπως μου
είπε, αυτό της προκαλεί κάθε χρόνο αναγούλες…Πρόλαβα να τη ρωτήσω:
«Πώς σας λένε κυρία μου;». «Ανεξαρτησία» ψιθύρισε…
Πηγή: Ο Φιλελεύθερος
Δημοσιεύτηκε στις 01/10/2014
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire