Ξανά μανά
Κώστας Γεωργουσόπουλος
Πριν από εβδομήντα ένα χρόνια σαν σήμερα, όταν ξαφνικά ο ελληνικός λαός βρέθηκε το πρωί, όχι αιφνιδιασμένος, λόγω τορπιλισμού της «Ελλης», σε πολεμική ετοιμότητα, παιδιά, σχεδόν νήπια εμείς που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στην επαρχία, νιώσαμε για πρώτη φορά και μας σφράγισε διά βίου μπροστά σε μια σχεδόν μαιναδική, διονυσιακή μέθη που εξέπεμπε το περιβάλλον και η έξαψη των ανθρώπων. Μια περίεργη και ανεξερεύνητη στη μνήμη μας διέγερση που δεν ήταν μόνο μια ψυχική ευφορία, ένας σωματικός οίστρος. Ηταν, και ας με διαψεύσουν αν θυμούνται οι μεγαλύτεροι, μια ερωτική, βουλιμική σχεδόν, όρεξη. Ηταν η από καιρό υπνώττουσα όρεξη για δράση μέσα στον φόβο και στην ιδεολογική μαλάκυνση της δικτατορίας; Ηταν οι απωθημένες ορμές μιας νεολαίας που ταπεινωμένη σουρνόταν στην αγελαία νεοφασιστική οργάνωση; Ηταν ο αμοιβαίος φόβος (όπως έξοχα τον ορίζει ο Αριστοτέλης) που κυριαρχεί στα ολοκληρωτικά τυραννικά καθεστώτα; Ή ήταν αυτό που εξαίσια γράφει ο Εμπειρίκος ορίζοντας τον Ελληνα, ο οίστρος της ζωής ως αντίδοτο στον φόβο του θανάτου;
Νήπιος τότε άνθρωπος, δηλαδή άνευ έπους, λόγου, εισέπραξα με τους πόρους του δέρματος, με τα παρθένα από εικόνες μάτια μου, με τις λίγες ηχητικές μνήμες της ακοής μου, την ταραχή και το γλέντι, τους θρήνους και τα κλάματα μανάδων, συζύγων, αρραβωνιαστικών και αδελφάδων καθώς αποχαιρετούσαν όσους είχαν πρωί-πρωί κληθεί υπό τα όπλα και έσπευδαν να παρουσιαστούν στις μονάδες τους. Μέσα από μια απειλή πολέμου, από τον θάνατο που είχε ήδη υψώσει το σκιάχτρο του στις βουνοκορφές, από την απελπισία της τυραννίδος και την οικονομική ανέχεια ξεπηδούσε μια χαρά ζωής, μια προσδοκία αναστάσεως, το όραμα μιας νέας ζωής.
Ο πατέρας μου, που είχε περπατήσει ως στρατιώτης ώς τον Σαγγάριο και είχε ταπεινωμένος, πεινασμένος και διψασμένος (έλεγε πως αναγκάστηκε να πιει τα ούρα του) πάρει τον δρόμο έως τη Σμύρνη και την ντροπή της ήττας, λόγω ηλικίας δεν στρατεύτηκε. Στρατεύτηκε όμως ο αδελφός της μητέρας μου, ένας τριαντάχρονος αγρότης λεβέντης. Επρεπε να εμφανιστεί σε λόχο επιστρατεύσεως της πόλης μας, ως πυροβολητής, και ταξίδεψε από το μικρό χωριό καταγωγής της μητέρας μου, όπου καλλιεργούσε και φρόντιζε την οικογενειακή γεωργική περιουσία. Πριν εμφανιστεί στον στρατώνα ήρθε να μας αποχαιρετήσει. Λες και πήγαινε σε πανηγύρι, λες και είχε ντυθεί γαμπρός και πήγαινε στον γάμο του. Η μάνα μου, κρατώντας την ψυχραιμία της και τα δάκρυά της περισσότερο για να μην τρομάξω εγώ, όπως έκανε πάντα και αργότερα σε συγκρούσεις, πένθη και χαρές, αποσύρθηκε σε μια γωνιά και σιωπούσε με σταυρωμένα τα χέρια.
Ο πατέρας μου έβριζε τον Μεταξά και τον Μουσολίνι. Ο θείος μ' άρπαξε στα γερά του μπράτσα, με πέταξε ψηλά, ήταν τότε ανύπαντρος, και ενώ εγώ γελούσα αλλά και έτρεμα κοντά στο ταβάνι, μου είπε (και το ακούω ακόμα) «για σας πάμε να πολεμήσουμε, μπαγασάκια». Πουθενά μια νύξη «πάμε να πεθάνουμε». Μέσα από το σκοτάδι των καιρών και την ομίχλη της στιγμής ξεπετιόταν μια αισιοδοξία, αυτός ο οίστρος ζωής που προκαλεί ο φόβος του θανάτου. Εφυγε ευθυτενής, πηδώντας δυο-δυο τα σκαλοπάτια της σκάλας, και χάθηκε, αφήνοντας πίσω μια σπίθα ελπίδας και προσδοκία αναστάσεως.
Τον Απρίλη του 1941, ταπεινωμένος, όσο ο πατέρας μου το 1922, ηττημένος από συνθηκολόγους της στρατιωτικής σπέκουλας, γύρισε με τα πόδια από την Αλβανία. Αξύριστος, με τρύπιες αρβύλες, άπλυτα ρούχα και ένα άδειο σακίδιο με μόνο ένα παγούρι γεμάτο νερό. Μόλις τον είδα να μπαίνει γερτός, κουρασμένος, με μια σπίθα μίσους στο μάτι του, κρύφτηκα πίσω από τις κουρτίνες. «Τι φοβάσαι, βρε χαϊβάνι», φώναξε, «ο μπάρμπας σου είμαι και ας με κατάντησαν έτσι οι γαλονάδες». Ηρθε κοντά μου και με ξανασήκωσε στα ύψη και κόντεψε να χτυπήσει το κεφαλάκι μου στο ταβάνι. Τότε πετάχτηκε, σπάζοντας τη σιωπή της η μάνα μου και με λυγμούς, αλλά τρυφερά, του φώναξε: «Μη, βρε, θα το γεμίσεις ψείρες το παιδί». Μ' άφησε κάτω και γύρισε με ένα πικρό χαμόγελο και της είπε: «Ε, βάλε και συ νερό να βράσει, γέμισε το σκαφίδι, δώσ' μου έναν τρίφτη και σαπούνι πράσινο να πάω στο πλυσταριό να ξεβρωμίσω».
Ετσι κι έγινε. Πέταξε τα στρατιωτικά και φόρεσε ρούχα του πατέρα μου. Για χρόνια η μάνα μου έφτιαχνε σφουγγαρόπανα από τη χλαίνη και στο σακίδιο φυλάγαμε πρόκες, τανάλιες και σφυριά, πινέζες, κρίκους απ' τις κουρτίνες για τις ανάγκες του νοικοκυριού. Το κράνος το δανείσαμε στη γειτόνισσα που είχε αυλή με κότες, το έβαλε στο κοτέτσι και γεννούσαν κλωσώντας οι αλανιάρες. Κάτι ανάλογο κάνει και ο Αγοράκριτος, με τα κράνη των πολεμοκάπηλων στους «Αχαρνής».
Ο πατέρας μου γεννήθηκε πριν από το Γουδή, εγώ στη δικτατορία Μεταξά, η κόρη μου στη χούντα. Ο πατέρας μου ταπεινώθηκε, ο θείος μου ταπεινώθηκε. Ποιος το 'λεγε πως και τα παιδιά μας θα ψέλνανε πάλι το σολωμικό: «Δυστυχισμένε μου λαέ,/καλέ κι ηγαπημένε,/πάντοτ' ευκολοπίστευτε/και πάντα προδομένε»!
πραγματικά ο λαός ανέχτηκε οικειοθελώς την ταπείνωση από τους ίδιους τους αρχηγούς του τους οποίους επέλεξε μόνος του και υποβίβασε για χρόνια τον εαυτό του βουλιάζοντας στο βούρκο μιας ψεύτικης χλιδής, με ένα χαζοχαμόγελο στο στόμα μη βλέποντας πέρα απ' τη μύτη του. Ανίκανος να δει τα λάθη του, τις πλάνες του, ανίκανος να σεβαστεί τον εαυτό του -όπως είχε χρέος ως απόγονος και συνεχιστής ενός λαμπρού παρελθόντος, ως αγωνιστής και πολύπαθος μαχητής που παρόλη την φτώχια και την (υλική) εξαθλίωση μεγαλούργησε. Τώρα η εξαθλίωση είναι πάνω απ΄όλα ηθική και γιαυτό πολύ πιο οδυνηρή. Ζητείται ελπίς. Συνειδητοποίηση. Ανάταση.
RépondreSupprimer