Μελέτες υποστηρίζουν τη λήψη της
ΤΟΥ δρα Σάββα Δ. Ιωάννου
Για την πρόληψη της καρδιαγγειακής νόσου στους ασθενείς με σακχαρώδη
διαβήτη πρέπει να υπάρξει ρύθμιση του σακχάρου, της αρτηριακής πίεσης,
της δυσλιπιδαιμίας, αποφυγή της παχυσαρκίας και φυσικά διακοπή του
καπνίσματος. Σε ύπαρξη πολλαπλών παραγόντων κινδύνου για στεφανιαία νόσο
ή και αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο προτείνεται, εκτός των άλλων
θεραπευτικών μέτρων, η χορήγηση αντιαιμοπεταλιακών φαρμάκων όπως είναι η
ασπιρίνη και η κλοπιδογρέλη.
Η θαυματουργή δράση της
Η ασπιρίνη εμποδίζει τη συσσώρευση και τη συγκόλληση των αιμοπεταλίων
στο αίμα και τη δημιουργία θρόμβων στις αρτηρίες. Η αναγκαιότητα της
λήψης ασπιρίνης στη δευτερογενή πρόληψη των καρδιαγγειακών συμβαμάτων,
δηλαδή στην πρόληψη εκδήλωσης ενός δεύτερου ισχαιμικού επεισοδίου ή
εγκεφαλικού, είναι δεδομένη και έχει τεκμηριωθεί σε πολυάριθμες
μελέτες. Δηλαδή όσα διαβητικά άτομα έχουν γνωστή στεφανιαία νόσο στο
ιστορικό τους ή έχουν υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο, πρέπει οπωσδήποτε
να λαμβάνουν καθημερινά ασπιρίνη, νοουμένου φυσικά ότι δεν υπάρχουν
αντενδείξεις, όπως ενεργό έλκος του πεπτικού ή οξεία αιμορραγία. Μάλιστα
για ένα χρόνο μετά από οξύ στεφανιαίο επεισόδιο επιβάλλεται η
συνδυαστική χορήγηση
ασπιρίνης και κλοπιδογρέλης σε καθημερινή βάση.
Τα πράγματα, αντιθέτως, δεν είναι τόσο ξεκάθαρα όσον αφορά τον ρόλο της
ασπιρίνης στην πρωτογενή πρόληψη, στην πρόληψη δηλαδή εκδήλωσης ενός
πρώτου επεισοδίου στηθάγχης, εμφράγματος ή εγκεφαλικού. Και αυτό, γιατί
η ασπιρίνη μπορεί να έχει μια δυνητικά σοβαρή παρενέργεια, την εμφάνιση
κάποιας αιμορραγίας.
Μάλιστα, η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία και η Αμερικανική Εταιρεία Καρδιολογίας εξέδωσαν γι’ αυτόν τον λόγο κατευθυντήριες οδηγίες για την πρωτογενή πρόληψη ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη βασιζόμενες σε δύο μεγάλες μελέτες. Οι συγκεκριμένες μελέτες διενεργήθηκαν με στόχο να δώσουν μια σαφή απάντηση στο ερώτημα για το ποια ακριβώς είναι η θέση της ασπιρίνης στην πρωτογενή πρόληψη ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη, χωρίς γνωστή καρδιαγγειακή νόσο. Η μία μελέτη από την Ιαπωνία έδειξε ότι στον συνολικό πληθυσμό των ατόμων με τύπου 2 σακχαρώδη διαβήτη η χορήγηση ασπιρίνης δεν μείωσε τον κίνδυνο εμφάνισης ενός καρδιαγγειακού επεισοδίου. Μόνο στα άτομα πάνω από τα 65 έτη παρατηρήθηκε μια σημαντική μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου, που έφτανε το 32%. Παρόμοια αποτελέσματα έδειξε και η άλλη μελέτη, η οποία συμπεριέλαβε ασθενείς με διαβήτη και ασυμπτωματική περιφερική αγγειοπάθεια. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες των δύο επιστημονικών εταιρειών, μπορεί να δίνεται χαμηλή δόση ασπιρίνης (75 - 160 mg την ημέρα) σε άντρες άνω των 50 ετών ή γυναίκες άνω των 60 ετών με σακχαρώδη διαβήτη που έχουν καρδιαγγειακό κίνδυνο πάνω από 10% μέσα στην επόμενη δεκαετία, ενώ είναι χαμηλού κινδύνου για την εκδήλωση αιμορραγίας από οποιοδήποτε σημείο του σώματός τους. Επίσης, εκτός από σακχαρώδη διαβήτη θα πρέπει να έχουν έναν ακόμα μείζονα παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση καρδιαγγειακού νοσήματος, όπως π.χ. κάπνισμα, υπέρταση, δυσλιπιδαιμία, οικογενειακό ιστορικό πρώιμης καρδιαγγειακής νόσου ή λευκωματουρία.
Ο δεκαετής κίνδυνος για εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου εκφράζεται σε εκατοστιαία αναλογία (δηλαδή επί τοις εκατό) και υπολογίζεται από το Framingham riskscore. Χρησιμοποιούνται δύο τέτοιες μέθοδοι, μια για τους άνδρες και μια για τις γυναίκες. Οι παράγοντες κινδύνου που αξιολογούνται είναι η ηλικία, η ολική χοληστερίνη, η «καλή» ΗDLχοληστερίνη, το κάπνισμα, η συστολική πίεση, δηλαδή η «υψηλή» πίεση και η θεραπεία με αντιυπερτασική αγωγή. Η πρώιμη καρδιαγγειακή νόσος αναφέρεται σε άνδρες ηλικίας ίσης ή κάτω των 55 ετών και γυναίκες ηλικίας ίσης ή κάτω των 65 ετών, ενώ η λευκωματουρία αφορά συγκέντρωση πρωτεΐνης στα ούρα 24ώρου άνω των 30 mg.
Στα άτομα που έχουν ενδιάμεσο καρδιαγγειακό κίνδυνο (5 - 10%) στη δεκαετία ή είναι νεότερης ηλικίας, αλλά έχουν έναν ή περισσότερους παράγοντες κινδύνου ή είναι μεγαλύτεροι αλλά χωρίς άλλους παράγοντες κινδύνου, μπορεί επίσης να δοθεί χαμηλή δόση ασπιρίνης, αλλά με προσοχή και εν αναμονή περισσότερων δεδομένων.
Ο δρ Σάββας Δ. Ιωάννου, ΜD είναι παθολόγος - διαβητολόγος
Μάλιστα, η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία και η Αμερικανική Εταιρεία Καρδιολογίας εξέδωσαν γι’ αυτόν τον λόγο κατευθυντήριες οδηγίες για την πρωτογενή πρόληψη ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη βασιζόμενες σε δύο μεγάλες μελέτες. Οι συγκεκριμένες μελέτες διενεργήθηκαν με στόχο να δώσουν μια σαφή απάντηση στο ερώτημα για το ποια ακριβώς είναι η θέση της ασπιρίνης στην πρωτογενή πρόληψη ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη, χωρίς γνωστή καρδιαγγειακή νόσο. Η μία μελέτη από την Ιαπωνία έδειξε ότι στον συνολικό πληθυσμό των ατόμων με τύπου 2 σακχαρώδη διαβήτη η χορήγηση ασπιρίνης δεν μείωσε τον κίνδυνο εμφάνισης ενός καρδιαγγειακού επεισοδίου. Μόνο στα άτομα πάνω από τα 65 έτη παρατηρήθηκε μια σημαντική μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου, που έφτανε το 32%. Παρόμοια αποτελέσματα έδειξε και η άλλη μελέτη, η οποία συμπεριέλαβε ασθενείς με διαβήτη και ασυμπτωματική περιφερική αγγειοπάθεια. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες των δύο επιστημονικών εταιρειών, μπορεί να δίνεται χαμηλή δόση ασπιρίνης (75 - 160 mg την ημέρα) σε άντρες άνω των 50 ετών ή γυναίκες άνω των 60 ετών με σακχαρώδη διαβήτη που έχουν καρδιαγγειακό κίνδυνο πάνω από 10% μέσα στην επόμενη δεκαετία, ενώ είναι χαμηλού κινδύνου για την εκδήλωση αιμορραγίας από οποιοδήποτε σημείο του σώματός τους. Επίσης, εκτός από σακχαρώδη διαβήτη θα πρέπει να έχουν έναν ακόμα μείζονα παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση καρδιαγγειακού νοσήματος, όπως π.χ. κάπνισμα, υπέρταση, δυσλιπιδαιμία, οικογενειακό ιστορικό πρώιμης καρδιαγγειακής νόσου ή λευκωματουρία.
Ο δεκαετής κίνδυνος για εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου εκφράζεται σε εκατοστιαία αναλογία (δηλαδή επί τοις εκατό) και υπολογίζεται από το Framingham riskscore. Χρησιμοποιούνται δύο τέτοιες μέθοδοι, μια για τους άνδρες και μια για τις γυναίκες. Οι παράγοντες κινδύνου που αξιολογούνται είναι η ηλικία, η ολική χοληστερίνη, η «καλή» ΗDLχοληστερίνη, το κάπνισμα, η συστολική πίεση, δηλαδή η «υψηλή» πίεση και η θεραπεία με αντιυπερτασική αγωγή. Η πρώιμη καρδιαγγειακή νόσος αναφέρεται σε άνδρες ηλικίας ίσης ή κάτω των 55 ετών και γυναίκες ηλικίας ίσης ή κάτω των 65 ετών, ενώ η λευκωματουρία αφορά συγκέντρωση πρωτεΐνης στα ούρα 24ώρου άνω των 30 mg.
Στα άτομα που έχουν ενδιάμεσο καρδιαγγειακό κίνδυνο (5 - 10%) στη δεκαετία ή είναι νεότερης ηλικίας, αλλά έχουν έναν ή περισσότερους παράγοντες κινδύνου ή είναι μεγαλύτεροι αλλά χωρίς άλλους παράγοντες κινδύνου, μπορεί επίσης να δοθεί χαμηλή δόση ασπιρίνης, αλλά με προσοχή και εν αναμονή περισσότερων δεδομένων.
Ο δρ Σάββας Δ. Ιωάννου, ΜD είναι παθολόγος - διαβητολόγος
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire