Ελισάβετ Μουτζαν - Μαρτινεγκου: Η αυτοβιογραφούμενη γυναίκα
Των Νικολέττα Δανιά και Μαρίνα Κασούνη
Η Ελισάβετ Μουτζάν - Μαρτινέγκου είναι μία από τις πρώτες Ελληνίδες συγγραφείς. Έζησε και μεγάλωσε στη Ζάκυνθο τον 18ο αιώνα. Ξεχώρισε για τη μεγάλη της αγάπη για τα γράμματα και τη μάθηση, τη διαύγειά της, τη στάση της απέναντι στη ζωή και ως προς την ισότητα των δύο φύλων. Το γνωστότερο έργο της είναι η Αυτοβιογραφία της, στην οποία η συγγραφέας εκφράζει μία μορφή διαμαρτυρίας που αφορά στην ανδροκρατική κοινωνία της εποχής.
Γεννιέται το 1801, στο αρχοντικό της οικογένειας, κοντά στην πλατεία του Αγίου Παύλου στη Ζάκυνθο. Ανατρέφεται και μεγαλώνει μέσα σε ανδροκρατούμενη πατριαρχική οικογένεια και κοινωνία, γράφοντας η ίδια αργότερα: «Το σπίτι μας είχε (καθώς κι έχει ακόμα) εκείνον το παλαιόν βάρβαρον και αφύσικον ήθος, όπου θέλει ταις γυναίκαις ξεχωρισμέναις από την ανθρώπινην εταιρίαν.» Και ακόμη σχετικά θα σημειώσει: «Εις όλην την Ευρώπην είναι ελευθερία εις ταις γυναίκας, και το βάρβαρον ήθος της Ζακύνθου, όπου βαστά ταις κοπέλλαις κλεισμένες, είναι από όλους μισητόν».
Από το 1809 η Ελισάβετ, με κλίση έμφυτη στα γράμματα, αρχίζει να μαθαίνει το αλφαβητάρι και τα ιταλικά. Το 1817 γίνεται καθηγητής της ο φιλελεύθερος φιλικός Θεοδόσιος Δημάδης. Η Ελισάβετ έχει ήδη αρχίσει να γράφει και να μεταφράζει. Ο Δημάδης πιστεύει ότι η Ελισάβετ έχει "γεννητικόν νουν" και ότι μπορούσε "να προχωρήσει πολύ εις τα γράμματα".
Το 1818, ωριμάζοντας, στην εφηβική της ηλικία περνά συναισθηματική-ψυχολογική κρίση. Ανακοινώνει στη μητέρα της τη σκέψη της να γίνει μοναχή. Παράλληλα μεταφράζει Νεκρικούς διαλόγους του Λουκιανού και γράφει στα ελληνικά Αισωπιακούς μύθους. Τον επόμενο χρόνο (1819) γίνεται δάσκαλός της ο ιεροδιάκονος Βασίλειος, ενώ η ίδια διστάζει να μιλήσει στον πατέρα της για την επιθυμία που συνεχίζει να έχει, να πάει σε μοναστήρι.
Το 1820 γράφει στην Ιταλική έναν διάλογο (Αιμιλία και εθελβίγη ή Περί φθόνου), μια "τραγωδίαν" ή "μυθιστορίαν" (Ερρίκος ή Η Αθωότητα), «ένα νέο σύγγραμμα του ίδιου γένους, αλλά πολύ πλέον εκτεταμένον και πρότερον» κ.ά. Από την 1η Μαρτίου του 1820 μέχρι τις 29 Μαΐου του 1825 γράφει είκοσι δύο θεατρικά κείμενα και είκοσι επιστολές προς τον πατέρα, τον αδερφό, τον θείο και την εξαδέλφη της Αγγελική Κοργιαλένιου.
Το 1821 η Ελισάβετ γράφει σχετικά, για την κήρυξη της ελληνικής επανάστασης: «Εγώ εις τα λόγια σου ήκουσα το αίμα να ζεσταίνη, επεθύμησα από καρδίας να ήθελεν ή μπορώ να ζωστώ άρματα[.] να τρέξω διά να δώσω βοηθείαν εις ανθρώπους, όπου δι' άλλο (καθώς εφαίνετο) δεν επολεμούσαν παρά διά θρησκείαν και διά πατρίδα και διά εκείνην την ποθητήν ελευθερίαν».
Αργότερα η Ελισάβετ παίρνει την απόφαση να πάει σε μοναστήρι, κάτι το όποιο ανακοινώνει στους δικούς της μέσω ενός γράμματός της. Ο πατέρας της εξοργίζεται επιρρίπτοντας ευθύνες στους δασκάλους της, Τσουκαλά και Ρωμαντζά. Τελικά όμως, η σκέψη του είναι να σταλεί η κόρη του σε μοναστήρι της Βενετίας, γεγονός το οποίο ευχαριστεί ιδιαίτερα την Ελισάβετ. Ο θείος της προσπαθεί να την μεταπείσει μιλώντας της για γάμο, αλλά εκείνη επιμένει σταθερά στη δική της προτίμηση.
Το 1822 συνεχίζει τη μόρφωσή της μελετώντας Ηθική, Φιλοσοφία, Ρητορική και την τέχνη της τραγωδίας, ενώ παράλληλα συγγράφει πέντε δράματα. Γράφει επίσης ωδές, ένα σύγγραμμα σχετικό με τον θάνατο του αδερφού της Μαρίνου, άλλο ένα δράμα και τρεις τραγωδίες, αρχίζοντας και την εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας.
Το 1823 η Ελισάβετ ολοκληρώνει τις σπουδές της και συνεχίζει τη συγγραφή πέντε δραμάτων, τραγωδιών και δύο κωμωδιών. Για την εξαίρετη γραφή της κερδίζει τη θετική διάκριση του επιφανή άρχοντα Αντώνιου Κομούτου. Την επόμενη χρονιά(1824) τελειώνει την κωμωδία Ο Φιλάργυρος (σε τρεις πράξεις) που όμως δεν παρουσιάστηκε στη Ζάκυνθο. Την ίδια περίοδο διαβάζει το Δεκαήμερο του Βοκάκιου και γράφει το διήγημα Σεσώστρις και τις κωμωδίες Καλός Πατέρας και Μητριά.
Το 1824 γράφει την πραγματεία Περί οικονομίας. Αποπειράται να φύγει κρυφά μια νύχτα για Ιταλία, αλλά αποτυγχάνει. Μη κατορθώνοντας να μπει σε μοναστήρι δέχεται την πρόταση των δικών της για ανεύρεση συζύγου. Τρία χρόνια αργότερα η Ελισάβετ, παραμένοντας ανύπαντρη, έχει την ανησυχία αν θα βρει τελικά σύζυγο, καθώς τότε «εδώ εις την Ζάκυνθον το να μείνει μία κόρη ανύπανδρη, είναι το ίδιον ωσάν να μείνει εις φυλακήν».
Το 1828 ο υποψήφιος γαμπρός, ονόματι Νικόλαος Μαρτινέγκος, απαιτεί, μετά από συζήτηση δεκαέξι μηνών, μεγαλύτερη προίκα από όση του έδιναν, γεγονός το οποίο δυσαρεστεί την Ελισάβετ, κάνοντάς την να νιώθει αντιπάθεια. Τελικά όμως η Ελισάβετ αλλάζει γνώμη και το 1930 αποφασίζει να παντρευτεί τον παραπάνω αναφερόμενο, παρά τη στάση του στο θέμα της προίκας, καθώς, όπως έγραψε η ίδια: «Τούτος ο άνθρωπος όπου θα πάρω είναι η αλήθεια, καθώς τον επιθυμούσα[.] πλούτη αρκετά, αίμα ευγενέστατον, αλλά περισσότερον από όλα ευχαριστούμαι διά την θεοσέβειά του».
Έτσι το 1831 υπογράφεται το προικοσύμφωνο και η Ελισάβετ γίνεται σύζυγος του Νικόλαου Μαρτινέγκου. Τελειώνει το ένα μέρος της ιστορίας της Αυτοβιογραφίας, αφήνοντας το υπόλοιπο για αργότερα («ανίσως και γηράσω»). Το 1832 φέρνει στον κόσμο τον έναν και μοναδικό γιο της, τον Ελισσαβέτιο Μαρτινέγκο. Λίγο μετά τη γέννηση του έρχεται ο θάνατος της άτυχης Ελισάβετ στο τριακοστό τρίτο έτος της ηλικίας της.
Πηγή: "Πλατύφορος", Εταιρεία μελέτης-έρευνας προαγωγής πολιτισμού
Ιδιαίτερες ευχαριστίες για το υλικό και τη συμβολή τους στη δημιουργία αυτού του άρθρου, δίνουμε στους: Κική Καρυδάκη, Σπύρο Βραχωρίτη, Μαρία Γκλαβά και στον «Πλατύφορο», εταιρεία μελέτης - έρευνας και προαγωγής πολιτισμού.
Η Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου είναι μία από τις πρώτες ελληνίδες συγγραφείς. Έζησε και μεγάλωσε στη Ζάκυνθο το 18ο αιώνα. Ξεχώρισε για τη μεγάλη της αγάπη για τα γράμματα και τη μάθηση, την διαύγειά της, τη στάση της απέναντι στη ζωή και ως προς την ισότητα των δύο φύλων.
Η Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου ξεχώρισε για τη μεγάλη της αγάπη για τα γράμματα και τη μάθηση, την διαύγειά της, τη στάση της απέναντι στη ζωή και ως προς την ισότητα των δύο φύλων.
Γεννιέται το 1801, στο αρχοντικό της οικογένειας, κοντά στην πλατεία του Αγίου Παύλου στη Ζάκυνθο. Ανατρέφεται και μεγαλώνει μέσα σε ανδροκρατούμενη πατριαρχική οικογένεια και κοινωνία, γράφοντας η ίδια αργότερα: «Το σπίτι μας είχε (καθώς κι έχει ακόμα) εκείνον το παλαιόν βάρβαρον και αφύσικον ήθος, όπου θέλει ταις γυναίκαις ξεχωρισμέναις από την ανθρώπινην εταιρίαν.» Και ακόμη σχετικά θα σημειώσει: «Εις όλην την Ευρώπην είναι ελευθερία εις ταις γυναίκας, και το βάρβαρον ήθος της Ζακύνθου, όπου βαστά ταις κοπέλλαις κλεισμένες, είναι από όλους μισητόν».
Από το 1809 η Ελισάβετ, με κλίση έμφυτη στα γράμματα, αρχίζει να μαθαίνει το αλφαβητάρι και τα ιταλικά. Το 1817 γίνεται καθηγητής της ο φιλελεύθερος φιλικός Θεοδόσιος Δημάδης. Η Ελισάβετ έχει ήδη αρχίσει να γράφει και να μεταφράζει. Ο Δημάδης πιστεύει ότι η Ελισάβετ έχει "γεννητικόν νουν" και ότι μπορούσε "να προχωρήσει πολύ εις τα γράμματα".
Το 1818, ωριμάζοντας, στην εφηβική της ηλικία περνά συναισθηματική-ψυχολογική κρίση. Ανακοινώνει στη μητέρα της τη σκέψη της να γίνει μοναχή. Παράλληλα μεταφράζει Νεκρικούς διαλόγους του Λουκιανού και γράφει στα ελληνικά Αισωπιακούς μύθους. Τον επόμενο χρόνο (1819) γίνεται δάσκαλός της ο ιεροδιάκονος Βασίλειος, ενώ η ίδια διστάζει να μιλήσει στον πατέρα της για την επιθυμία που συνεχίζει να έχει, να πάει σε μοναστήρι.
Το 1820 γράφει στην Ιταλική έναν διάλογο (Αιμιλία και εθελβίγη ή Περί φθόνου), μια "τραγωδίαν" ή "μυθιστορίαν" (Ερρίκος ή Η Αθωότητα), «ένα νέο σύγγραμμα του ίδιου γένους, αλλά πολύ πλέον εκτεταμένον και πρότερον» κ.ά. Από την 1η Μαρτίου του 1820 μέχρι τις 29 Μαΐου του 1825 γράφει είκοσι δύο θεατρικά κείμενα και είκοσι επιστολές προς τον πατέρα, τον αδερφό, τον θείο και την εξαδέλφη της Αγγελική Κοργιαλένιου.
Το 1821 η Ελισάβετ γράφει σχετικά, για την κήρυξη της ελληνικής επανάστασης: «Εγώ εις τα λόγια σου ήκουσα το αίμα να ζεσταίνη, επεθύμησα από καρδίας να ήθελεν ή μπορώ να ζωστώ άρματα[.] να τρέξω διά να δώσω βοηθείαν εις ανθρώπους, όπου δι' άλλο (καθώς εφαίνετο) δεν επολεμούσαν παρά διά θρησκείαν και διά πατρίδα και διά εκείνην την ποθητήν ελευθερίαν».
Αργότερα η Ελισάβετ παίρνει την απόφαση να πάει σε μοναστήρι, κάτι το όποιο ανακοινώνει στους δικούς της μέσω ενός γράμματός της. Ο πατέρας της εξοργίζεται επιρρίπτοντας ευθύνες στους δασκάλους της, Τσουκαλά και Ρωμαντζά. Τελικά όμως, η σκέψη του είναι να σταλεί η κόρη του σε μοναστήρι της Βενετίας, γεγονός το οποίο ευχαριστεί ιδιαίτερα την Ελισάβετ. Ο θείος της προσπαθεί να την μεταπείσει μιλώντας της για γάμο, αλλά εκείνη επιμένει σταθερά στη δική της προτίμηση.
Το 1822 συνεχίζει τη μόρφωσή της μελετώντας Ηθική, Φιλοσοφία, Ρητορική και την τέχνη της τραγωδίας, ενώ παράλληλα συγγράφει πέντε δράματα. Γράφει επίσης ωδές, ένα σύγγραμμα σχετικό με τον θάνατο του αδερφού της Μαρίνου, άλλο ένα δράμα και τρεις τραγωδίες, αρχίζοντας και την εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας.
Το 1823 η Ελισάβετ ολοκληρώνει τις σπουδές της και συνεχίζει τη συγγραφή πέντε δραμάτων, τραγωδιών και δύο κωμωδιών. Για την εξαίρετη γραφή της κερδίζει τη θετική διάκριση του επιφανή άρχοντα Αντώνιου Κομούτου. Την επόμενη χρονιά(1824) τελειώνει την κωμωδία Ο Φιλάργυρος (σε τρεις πράξεις) που όμως δεν παρουσιάστηκε στη Ζάκυνθο. Την ίδια περίοδο διαβάζει το Δεκαήμερο του Βοκάκιου και γράφει το διήγημα Σεσώστρις και τις κωμωδίες Καλός Πατέρας και Μητριά.
Το 1824 γράφει την πραγματεία Περί οικονομίας. Αποπειράται να φύγει κρυφά μια νύχτα για Ιταλία, αλλά αποτυγχάνει. Μη κατορθώνοντας να μπει σε μοναστήρι δέχεται την πρόταση των δικών της για ανεύρεση συζύγου. Τρία χρόνια αργότερα η Ελισάβετ, παραμένοντας ανύπαντρη, έχει την ανησυχία αν θα βρει τελικά σύζυγο, καθώς τότε «εδώ εις την Ζάκυνθον το να μείνει μία κόρη ανύπανδρη, είναι το ίδιον ωσάν να μείνει εις φυλακήν».
Το 1828 ο υποψήφιος γαμπρός, ονόματι Νικόλαος Μαρτινέγκος, απαιτεί, μετά από συζήτηση δεκαέξι μηνών, μεγαλύτερη προίκα από όση του έδιναν, γεγονός το οποίο δυσαρεστεί την Ελισάβετ, κάνοντάς την να νιώθει αντιπάθεια. Τελικά όμως η Ελισάβετ αλλάζει γνώμη και το 1930 αποφασίζει να παντρευτεί τον παραπάνω αναφερόμενο, παρά τη στάση του στο θέμα της προίκας, καθώς, όπως έγραψε η ίδια: «Τούτος ο άνθρωπος όπου θα πάρω είναι η αλήθεια, καθώς τον επιθυμούσα[.] πλούτη αρκετά, αίμα ευγενέστατον, αλλά περισσότερον από όλα ευχαριστούμαι διά την θεοσέβειά του».
Έτσι το 1831 υπογράφεται το προικοσύμφωνο και η Ελισάβετ γίνεται σύζυγος του Νικόλαου Μαρτινέγκου. Τελειώνει το ένα μέρος της ιστορίας της Αυτοβιογραφίας, αφήνοντας το υπόλοιπο για αργότερα («ανίσως και γηράσω»). Το 1832 φέρνει στον κόσμο τον έναν και μοναδικό γιο της, τον Ελισσαβέτιο Μαρτινέγκο. Λίγο μετά τη γέννηση του έρχεται ο θάνατος της άτυχης Ελισάβετ στο τριακοστό τρίτο έτος της ηλικίας της.
Πηγή: "Πλατύφορος", Εταιρεία μελέτης-έρευνας προαγωγής πολιτισμού
Ιδιαίτερες ευχαριστίες για το υλικό και τη συμβολή τους στη δημιουργία αυτού του άρθρου, δίνουμε στους: Κική Καρυδάκη, Σπύρο Βραχωρίτη, Μαρία Γκλαβά και στον «Πλατύφορο», εταιρεία μελέτης - έρευνας και προαγωγής πολιτισμού.
Η Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου είναι μία από τις πρώτες ελληνίδες συγγραφείς. Έζησε και μεγάλωσε στη Ζάκυνθο το 18ο αιώνα. Ξεχώρισε για τη μεγάλη της αγάπη για τα γράμματα και τη μάθηση, την διαύγειά της, τη στάση της απέναντι στη ζωή και ως προς την ισότητα των δύο φύλων.
ΠΗΓΗ : Η ΑΥΓΗ 16/02/2012
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire