ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΕΠΑΦΗ

Το ιστολόγιο Πενταλιά πήρε το όνομα
από το όμορφο και ομώνυμο χωριό της Κύπρου.
Για την επικοινωνία μαζί μας
είναι στη διάθεσή σας το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο:
pentalia74@gmail.com

samedi 4 février 2012

Οι λέξεις που ξεχάσαμε (2)

Τέσσερα παραδείγματα

Καβανόζι είχε για τα τουρσιά της η Λωξάντρα

Πουργός

Λέξη σχεδόν ξεχασμένη ο πουργός, είναι ο βοηθός του χτίστη, πηλοφόρος που κουβαλάει λάσπη ή πέτρες. Προέρχεται από τον υπουργό. Οχι τον σημερινό, που έχει δέκα παρατρεχάμενους να τον υπηρετούν, παρά τον αρχαίο.
Στην αρχαιότητα, υπουργός (από υπό + έργον) ήταν ο υπηρέτης, ο βοηθός. Στον «Πατούχα» του Κονδυλάκη, ο Σαϊτονικολής αναθέτει στον ακοινώνητο γιο του «να πουργεύει, να βοηθεί δηλαδή τους κτίστας, παρασκευάζων την λάσπην και τον ασβέστην».
Και στο «Νούμερο 31328» του Βενέζη ο αφηγητής, αιχμάλωτος, επιδιώκει να πάει για πουργός μήπως και βρει καλύτερη τροφή.
Οταν με την Επανάσταση του 1821 σχηματίστηκε η Προσωρινή Διοίκησις, δεν είχε υπουργούς αλλά μινίστρους. Οταν έπαψε το ντουφεκίδι, βρήκαν οι λόγιοι καιρό να καθαρίσουν τη γλώσσα από τα ξένα δάνεια κι έτσι ανάστησαν την παλιά λέξη υπουργός - και επειδή επρόκειτο για θεσμική λέξη ο καθαρισμός έπιασε.
Το ενδιαφέρον είναι ότι και το λατινικό minister αρχικά τον υπηρέτη σήμαινε. Αραγε το θυμούνται αυτό οι υπουργοί και οι μινίστροι σήμερα, πως δουλειά τους είναι να υπηρετούν;
Κατσιφάρα
Κατσιφάρα είναι η ομίχλη, η καταχνιά. Είναι λέξη κυρίως της Νότιας Ελλάδας: ακούγεται στην Κρήτη, στα Κύθηρα και την Πελοπόννησο. Μόνο ο «Πάπυρος» την έχει και το ετυμολογικό του Ανδριώτη, που τη λημματογραφούν «κατσηφάρα», επειδή υποθέτουν ότι είναι μεγεθυντικό του αμάρτυρου κατσηφιά, που το παράγουν από το «κατηφής», μάλλον εύστοχα. Είναι βέβαια και επώνυμο γνωστού πολιτικού. Ισως κατσιφάρας να ήταν ο κατσούφης. Η παλιότερη μνεία της λέξης είναι από τον Κρητικό Πόλεμο του Μπουνιαλή, στον 17ο αιώνα: «Νέφαλα σκοτεινότατα ο ουρανός γεμίζει/ κι η κατσιφάρα άρχισε λίγο να ψιχαλίζει». Οι περισσότερες καταγραφές είναι από κρητικές μαντινάδες και ριζίτικα, αλλά διαβάζουμε επίσης ότι η περίφημη κυθηραϊκή κατσιφάρα εμπόδισε τα ελικόπτερα του ΕΚΑΒ να πετάξουν.
Καβανόζι
Λέξη που λείπει από όλα τα λεξικά του 20ού αιώνα, παλιότερα και νεότερα, αλλά ακούγεται ακόμα στους Ρωμιούς της Πόλης, ενώ πρέπει να λεγόταν ή να λέγεται ακόμα στη Θράκη (έχει περάσει και στα πομάκικα). Καβανόζι είναι ένα δοχείο, συχνά μεταλλικό, στρογγυλό και βαθουλό για γλυκά, τουρσιά, κ.τ.λ. Καβανόζι είχε για τα τουρσιά της και η Λωξάντρα. Φυσικά πρόκειται για δάνειο από τα τουρκικά (kavanoz), που είναι ίδιας σημασίας. Ομως είναι αντιδάνειο, δηλ. έχει απώτερη αρχή σε ελληνική λέξη. Η ελληνική αυτή λέξη είναι το γάβανο, που σημαίνει δοχείο. Προέρχεται από το μεσαιωνικό γάβενον (ο Ησύχιος λέει «γάβενα: αξύβαφα ήτοι τρυβλία») και μαρτυρείται με διάφορες παραλλαγές κατά τόπους, μερικές φορές αρσενικό, γάβανος, στη Λέσβο, Εύβοια, Θράκη και αλλού.
Ζολότα
Παλιά λέξη αλλά όχι χωρίς ενδιαφέρον, η ζολότα είναι ένα παλιό ασημένιο οθωμανικό νόμισμα (zolota), ίσο με τριάντα παράδες, δηλαδή τα τρία τέταρτα του γροσιού. Η τουρκική λέξη είναι δάνειο από το πολωνικό zloty, που είναι και σήμερα το εθνικό νόμισμα της Πολωνίας, που σημαίνει κατά λέξη «χρυσό». Στα ρώσικα άλλωστε zoloto σημαίνει χρυσάφι. Το ζλότι είχε ξεκινήσει πράγματι ως χρυσό νόμισμα. Η ζολότα εξαρχής ήταν ασημένια, σε πείσμα της ετυμολογίας της. Η τουρκική ζολότα δεν ήταν νόμισμα μεγάλης αξίας. Ετσι υπάρχει παροιμία για τους φιλάργυρους, «πάει στον γάμο με μια ζολότα». Υπάρχουν και κάλαντα στην Ανδρο, όπου από τους πλούσιους ζητάνε φλουριά, ενώ από τους «δεύτερους, ξηντάρες και ζολότες». Ομόρριζο είναι και το επώνυμο Ζολώτας. Εδώ ο ετυμολογικός προκαθορισμός λειτούργησε!
ΠΗΓΗ :  ΤΑ ΝΕΑ  04/02/2012

Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire