Η δημαγωγία, μια πολιτική στάση που
υπογραμμίζει τις ανησυχίες της
πλειοψηφίας και προτείνει εύληπτες
λύσεις, παραμένει το κύριο χαρακτηριστικό
της ελληνικής πολιτικής. Οι
συλλογισμοί που διατυπώνονται είναι αβάσιμοι και
οι υποσχέσεις που
μοιράζονται είναι παραπλανητικές και συχνότατα αντιφατικές.
«Αν εκλεγώ,
θα εξοπλίσω καλύτερα την αστυνομία, θα χτίσω καινούργιες φυλακές,
θα
αυξήσω τους μισθούς», δηλώνει ο ίδιος δημαγωγός που υπόσχεται να μειώσει
παραλλήλως τους φόρους. Αλλη δήλωση: «Αν εκλεγώ, θα κλείσω τα σύνορα
στα ξένα εμπορεύματα που ανταγωνίζονται την εθνική παραγωγή». Αυτό
βεβαίως
θα σήμαινε ότι και άλλες χώρες θα έκαναν το ίδιο. Και τι θα
γινόταν
σε τέτοια περίπτωση;
Γενικότερα, οι δημαγωγοί δεν παραδέχονται
τη θεμελιώδη αρχή της πολιτικής
σύμφωνα με την οποία κάθε επίτευγμα έχει
κάποιο κόστος. Είναι λοιπόν έτοιμοι
να υποσχεθούν ταυτοχρόνως
μεγαλύτερη ασφάλεια για όλους και περισσότερη
ελευθερία για όλους,
παρακάμπτοντας το αυτονόητο: αν ενισχύσεις την πρώτη,
διακινδυνεύεις να
βλάψεις τη δεύτερη.
Η δημαγωγία είναι εξίσου παλιά με τη
δημοκρατία. Δέχτηκε όμως
τεράστια ώθηση στη σύγχρονη εποχή, χάρη στα ΜΜΕ
και ιδιαίτερα χάρη
στην τηλεόραση. Η τηλεοπτική είδηση ευνοεί τις
σύντομες φράσεις,
τις φανταχτερές εικόνες που συγκρατούνται εύκολα· οι
σύγχρονοί
μας δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν για περισσότερο από ένα
λεπτό…
Ετσι οποιοδήποτε πολιτικό μήνυμα δεν μπορεί να συγκρατηθεί παρά
μόνο
αν συρρικνωθεί σε ένα αξιομνημόνευτο σύνθημα.
Η μορφή της επικοινωνίας ορίζει το περιεχόμενό της: η τηλεόραση
είναι
εκ φύσεως λαϊκιστική. Και το φαινόμενο αποκτά υπερβολικές
διαστάσεις
στην περίπτωση των εξτρεμιστών ρητόρων: το τηλεοπτικό μέσο
ευνοεί
τη γοητεία εις βάρος της επιχειρηματολογίας. Ο δημαγωγός έχει
λοιπόν
πλεονέκτημα όταν διαθέτει ευχάριστο, νεανικό, καθησυχαστικό
παρουσιαστικό και καλή άρθρωση· αν ξέρει να συγκινεί και να ξεσηκώνει.
Χωρίς χαρισματική προσωπικότητα, ο λαϊκισμός σβήνει γρήγορα.
Συχνά χαρακτηρίζεται «χαρισματικό» οτιδήποτε κραυγαλέο στη μορφή
και άμεσο στο περιεχόμενο. Ειδικότερα, ο ιδανικός δημοκράτης προσπαθεί
να εμπνευστεί από τη «γενική βούληση» για την οποία έκανε λόγο ο Ρουσό
(μια υποθετική κατασκευή αυτού που κάθε στιγμή θα άρμοζε καλύτερα στην
πλειονότητα των πολιτών), ενώ ο λαϊκιστής απευθύνεται στο συγκεντρωμένο
πλήθος της πλατείας ή στο ακροατήριο της ραδιοφωνικής ή
τηλεοπτικής
εκπομπής. Ο δημοκράτης αναγκάζεται να υπερασπιστεί
μη δημοφιλείς αξίες
και να συστήσει θυσίες επειδή ενδιαφέρεται και
για τις επόμενες γενιές,
ενώ ο λαϊκιστής παίζει με την εφήμερη συγκίνηση.
Ο δημοκράτης είναι
έτοιμος να παρέμβει υπέρ των πολιτικών μειονοτήτων
της χώρας και υπέρ
ιδεών που δεν ενστερνίζεται η πλειοψηφία, ενώ
ο λαϊκιστής αρκείται στις γνώμες της πλειοψηφίας.
Οταν ήμουν φοιτήτρια, υπήρχαν συνδικαλιστές «άνετοι», ευφραδείς,
ικανοί
στα ευφυολογήματα, οι οποίοι μπορούσαν να αποσπούν εύκολα τη
συναίνεση
του αμφιθεάτρου. Αυτοί οι χτεσινοί λαϊκιστές των
πανεπιστημιακών αμφιθεάτρων
είναι οι σημερινοί πολιτικοί, που
διατείνονται ότι κόπτονται για τις καθημερινές
έγνοιες του απλού πολίτη.
Κατά κανόνα, αυτοί οι πολιτικοί στρατολογούν τους θαυμαστές τους
ανάμεσα
στους λιγότερο ενημερωμένους πολίτες, εκείνους που δεν γνωρίζουν
καλά
άλλες χώρες, που δεν κατανοούν πλήρως την παγκόσμια κατάσταση, που
τίθενται εύκολα εναντίον της Ευρώπης και της παγκοσμιοποίησης. Το
συνηθισμένο
κοινό αυτών των πολιτικών δεν είναι απαραιτήτως τα φτωχότερα
στρώματα, αλλά
μάλλον εκείνα που φοβούνται μήπως ξεπέσουν κοινωνικά,
μήπως χάσουν τα
μικρά τους προνόμια. Προπάντων, στη σημερινή Ελλάδα ο
λαϊκισμός απορρίπτει
τις ελίτ και τις στολίζει με υποτιμητική χροιά. Ο
δε «λαός» αναδεικνύεται σε α
λάθητο σώμα, επειδή ακριβώς ταυτίζεται με
τον πελάτη.
Πηγή: www.gynaikamag.gr
Αύγουστος 2012
|
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire