Η ένταση με τη Δαμασκό προκαλεί προβλήματα
στην Άγκυρα
στην Άγκυρα
Της Ξένιας Τούρκη
Κάθε μέρα που περνά οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή γίνονται όλο
και πιο δραματικές. Η Συρία διολισθαίνει σε έναν αιματηρό, εμφύλιο
πόλεμο, οι γειτονικές της χώρες παρακολουθούν τις εξελίξεις με αγωνία
ενώ χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία παίζουν διπλωματικά παιχνίδια
προσπαθώντας να διαφυλάξουν τα συμφέροντά τους. Η κατάρριψη ενός
τουρκικού στρατιωτικού αεροπλάνου από τις συριακές δυνάμεις, απέδειξε
με τον πιο δραματικό τρόπο, πως η ειρήνη κρέμεται από μια κλωστή. Πολύ
εύκολα, οι ισορροπίες μπορεί να διαταραχθούν και τα πάντα είναι πιθανό
να συμβούν.
Αυτή τη στιγμή, η Συρία κρατά στα χέρια της, τις τύχες της περιοχής. Η γεωγραφική της θέση, οι μειονότητές της, οι συμμαχίες της Δαμασκού με την Κίνα και τη Ρωσία, δημιουργούν ένα γεωπολιτικό σκηνικό, όπου παίζονται πολλά και σημαντικά συμφέροντα, όπως εξήγησε σε συνέντευξή του στον Φιλελεύθερο ο Αναστάσιος Χατζηβασιλείου, Πολιτικός Επιστήμονας και Τουρκολόγος, ερευνητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ειδικά, η Τουρκία που βλέπει τα όνειρά της να καταστεί περιφερειακή δύναμη να εξαρτώνται πλέον από τη στάση που θα κρατήσει στο θέμα της Συρίας. Ξεκινώντας την εξέγερσή τους οι αντικαθεστωτικοί, εστράφησαν προς την Άγκυρα, ελπίζοντας είτε σε αποφασιστική παρέμβαση προς το καθεστώς Άσαντ και επιβολή των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων είτε σε σαφή υποστήριξη των αντιπολιτευόμενων σουνιτικών πολιτικών και στρατιωτικών δυνάμεων. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε, αποδεικνύοντας πως η Τουρκία, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές, είναι πολύ καλύτερη στα λόγια παρά στα έργα.
Η Τουρκία, υποστηρίζει ο Αναστάσιος Χατζηβασιλείου, έχει πολύ δρόμο να διανύσει, μέχρι να καταφέρει, αν και υπάρχουν πολλές αμφιβολίες γι’ αυτό, να φέρει με το μέρος της τους Άραβες και να καταστεί περιφερειακή δύναμη. Σίγουρα δεν μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο, αν δεν έχει την υποστήριξη του Ιράν και του Ισραήλ. Η Τουρκία, φαίνεται να έχει εγκλωβιστεί στα πλοκάμια της ίδιάς της, της πολιτικής.
-Η κατάρριψη του τουρκικού μαχητικού με ποιο τρόπο πιστεύετε πως θα επηρεάσει τις σχέσεις Άγκυρας - Δαμασκού; Σε ποιες ενέργειες θα προβεί η Τουρκία προκειμένου να «τιμωρήσει» τη Συρία; Πρώτ’ απ’ όλα, η κατάρριψη ήρθε ως απότοκο της συσσωρευμένης έντασης μεταξύ Τουρκίας και Συρίας και της υπερβολικής συγκέντρωσης στρατευμάτων στα σύνορα των δύο χωρών. Ομολογώ ότι η αντίδραση της Τουρκίας είναι σχετικώς ήπια και, κατά τη γνώμη μου, αναμενόμενη. Μια οργισμένη τουρκική αντίδραση θα κατανάλωνε σε μηδενικό χρόνο το διπλωματικό κεφάλαιο που τόσο δύσκολα έχει συγκεντρώσει η Άγκυρα στη Μέση Ανατολή. Από την άλλη, ένα θερμό επεισόδιο δεν θα ευνοούσε ούτε τη Συρία, ιδίως τώρα που το καθεστώς της βρίσκεται υπό σχεδόν διεθνή απομόνωση. Ταυτόχρονα, όμως, η μετρημένη τουρκική αντίδραση προκαλεί πλήγμα στο γόητρο του, πρωθυπουργού Ερντογάν, εντός και εκτός συνόρων. Στην ουσία, οι αντιφρονούντες της Συρίας ανέμεναν στήριξη από την τουρκική κυβέρνηση, όντας βέβαιοι ότι η τελευταία θα στηρίξει τις αντιπολιτευόμενες σουνιτικές δυνάμεις. Η πραγματικότητα κατέδειξε το αντίθετο. Πάντως, η πιθανότητα κλιμάκωσης της έντασης μεταξύ Άγκυρας και Δαμασκού είναι αυξημένη και εξαρτάται κυρίως από την ψυχραιμία της πρώτης. Πλέον, το μεγάλο πρόβλημα για την Τουρκία είναι η πιθανή παραπομπή του συριακού ζητήματος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, όπου η Κίνα και η Ρωσία αναμένεται να στηρίξουν το καθεστώς Άσαντ. Μια τέτοια εξέλιξη, χωρίς αμφιβολία θα θέσει σε δοκιμασία τις σχέσεις της Τουρκίας με τις δύο μεγάλες χώρες.
-Ποιος είναι ο στόχος της Τουρκίας σε σχέση με τη Συρία; Ποιο ρόλο διαδραματίζει η Άγκυρα αυτή τη στιγμή και τι προσδοκεί για τη μετά Άσαντ εποχή; Εκείνο που ενδιαφέρει την Τουρκία είναι να μπορέσει να κερδίσει την εμπιστοσύνη των αραβόφωνων μουσουλμάνων γειτόνων της και να εξασφαλίσει τη μέγιστη λαϊκή υποστήριξη, ώστε να αναδειχθεί από όλους τους πληθυσμούς της περιοχής σε σημαντική περιφερειακή δύναμη. Στην πράξη, η Άγκυρα επιθυμεί να καταστεί ρυθμιστικός παράγοντας στον χώρο της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής, κυρίως υπογραμμίζοντας την ιδιότητά της ως δημοκρατικής χώρας με αναφορές στο δυτικό γεωπολιτικό σύστημα. Στο πλαίσιο αυτού του μεγάλου εθνικού στόχου της, προσδοκά να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στη μετά Άσαντ Συρία και να ενσαρκώσει δύο συγκεκριμένους ρόλους: αφ’ ενός, να εγγυηθεί την ομαλή μετάβαση σε ένα νέο συριακό καθεστώς, ως η μεγαλύτερη και ισχυρότερη γειτονική χώρα, και αφ’ ετέρου να αποτελέσει τη γέφυρα επικοινωνίας της όποιας νέας κυβέρνησης της Δαμασκού με τον υπόλοιπο κόσμο. Φυσικά, όλα αυτά δεν αποσκοπούν μόνο στην αύξηση της τιμής του γεωστρατηγικού οικοπέδου της Τουρκίας αλλά και στην εξασφάλιση μεγάλων έργων υποδομής στη «νέα Συρία» για λογαριασμό των μεγάλων κατασκευαστικών εταιρειών της.
-Η τουρκική κυβέρνηση αν και κοσμική, είναι σουνιτική. Βλέπετε να υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στην υποστήριξη που προσφέρει στους σουνίτες αντικαθεστωτικούς εναντίον του αλεβίτη Μπασάρ Αλ Άσαντ; Πολλά στοιχεία συνηγορούν στην εντός Τουρκίας ύπαρξη δικτύου διοικητικής και υλικής υποστήριξης του σουνιτικού αντικαθεστωτικού κινήματος στη Συρία. Μάλιστα, πόλεις όπως η Αντάκια (Αντιόχεια) και το Γκαζιαντέπ αποτελούν ορμητήριο για ομάδες υποστηρικτών των Σύρων αντιφρονούντων. Οι αλεβίτες αποτελούν παραδοσιακά έναν από τους εσωτερικούς εχθρούς της Τουρκίας. Το κεμαλικό κατεστημένο ανέκαθεν φωτογραφίζει την εν λόγω μειονότητα ως κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια και κυρίως για τη διατήρηση της εθνικής ενότητας της χώρας. Αλλά και οι μετριοπαθείς ισλαμιστές δεν τρέφουν ιδιαίτερα καλά συναισθήματα για τους αλεβίτες, κυρίως λόγω των λατρευτικών τους διαφορών. Επομένως, σαφώς και υπάρχει εντός της Τουρκίας αρνητική αναφορά προς την αλεβιτική καταγωγή του Άσαντ. Όμως, μια σημαντική λεπτομέρεια θέτει σε κίνδυνο την υλοποίηση του τουρκικού στόχου να καταστεί περιφερειακή δύναμη: η Άγκυρα υποστηρίζει τους σουνίτες αντιφρονούντες της Συρίας σε μια εμφύλια διαμάχη που έχει λάβει σαφώς θρησκευτικά χαρακτηριστικά. Κάτι τέτοιο ενδέχεται να δυναμιτίσει τις σχέσεις της με γειτονικά μουσουλμανικά κράτη, όπου το σιιτικό Ισλάμ έχει την πρωτοκαθεδρία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν το Ιράν και το Ιράκ, τουλάχιστον προς στιγμήν.
-Η Τουρκία έχει λόγους να ανησυχεί από την παραμονή μιας αλεβίτικης μειονότητας στην εξουσία της Συρίας, σε σχέση με τη δική της αλεβίτικη μειονότητα;
Αν και αποτελούν μόνο το 12% του πληθυσμού της Συρίας, οι αλεβίτες ελέγχουν απόλυτα την εξουσία, περίπου τα τελευταία 42 χρόνια. Κι αυτό αποτελεί τη σταθερή αιτία διαμάχης με τους σουνίτες, που αποτελούν τα 3/4 του πληθυσμού. Στην Τουρκία, η διαμάχη σουνιτών - αλεβιτών έχει δύο αιτίες: οι πρώτοι κατηγορούν τους δεύτερους ότι στήριξαν τους Πέρσες έναντι των Οθωμανών το 16ο αιώνα και, επιπλέον, τους αποστρέφονται ως αιρετικούς. Προφανώς η Τουρκία και κυρίως το σουνιτικό κυβερνών κόμμα ΑΚΡ, θα ήθελε να δει τους Σύρους αλεβίτες να χάνουν την εξουσία, καθώς εκτιμάται ότι η τελική επίδρασή τους στη Δαμασκό μπορεί να πυροδοτήσει αντιδράσεις της αλεβιτικής μειονότητας της Τουρκίας και να ριζοσπαστικοποιήσει τα αιτήματά της. Η τελευταία απαιτεί από την τουρκική κυβέρνηση να εξαιρούνται οι αλεβίτες μαθητές από το μάθημα των σουνιτικών θρησκευτικών στο σχολείο, όπως ακριβώς συμβαίνει με τους Χριστιανούς και τους Εβραίους. Ακόμη, ζητούν να καταργηθεί η Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων, να επιστρέψουν τα μοναστήρια των δερβίσηδων στον έλεγχό τους και να αναγνωριστούν τα τεμένη τους ως κανονικοί ναοί. Στην ουσία, οι αλεβίτες αντιδρούν στις συντονισμένες προσπάθειες του κράτους να τους αφομοιώσει θρησκευτικά. Όμως, η τουρκική ηγεσία δεν είναι διατεθειμένη να παραχωρήσει τέτοιες διευκολύνσεις στους αλεβίτες, κυρίως στην παρούσα φάση. Επομένως, η θέση των αλεβιτών στην Τουρκία συνδέεται άμεσα με την πολιτική κατάσταση στη γειτονική Συρία.
Αυτή τη στιγμή, η Συρία κρατά στα χέρια της, τις τύχες της περιοχής. Η γεωγραφική της θέση, οι μειονότητές της, οι συμμαχίες της Δαμασκού με την Κίνα και τη Ρωσία, δημιουργούν ένα γεωπολιτικό σκηνικό, όπου παίζονται πολλά και σημαντικά συμφέροντα, όπως εξήγησε σε συνέντευξή του στον Φιλελεύθερο ο Αναστάσιος Χατζηβασιλείου, Πολιτικός Επιστήμονας και Τουρκολόγος, ερευνητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ειδικά, η Τουρκία που βλέπει τα όνειρά της να καταστεί περιφερειακή δύναμη να εξαρτώνται πλέον από τη στάση που θα κρατήσει στο θέμα της Συρίας. Ξεκινώντας την εξέγερσή τους οι αντικαθεστωτικοί, εστράφησαν προς την Άγκυρα, ελπίζοντας είτε σε αποφασιστική παρέμβαση προς το καθεστώς Άσαντ και επιβολή των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων είτε σε σαφή υποστήριξη των αντιπολιτευόμενων σουνιτικών πολιτικών και στρατιωτικών δυνάμεων. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε, αποδεικνύοντας πως η Τουρκία, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές, είναι πολύ καλύτερη στα λόγια παρά στα έργα.
Η Τουρκία, υποστηρίζει ο Αναστάσιος Χατζηβασιλείου, έχει πολύ δρόμο να διανύσει, μέχρι να καταφέρει, αν και υπάρχουν πολλές αμφιβολίες γι’ αυτό, να φέρει με το μέρος της τους Άραβες και να καταστεί περιφερειακή δύναμη. Σίγουρα δεν μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο, αν δεν έχει την υποστήριξη του Ιράν και του Ισραήλ. Η Τουρκία, φαίνεται να έχει εγκλωβιστεί στα πλοκάμια της ίδιάς της, της πολιτικής.
-Η κατάρριψη του τουρκικού μαχητικού με ποιο τρόπο πιστεύετε πως θα επηρεάσει τις σχέσεις Άγκυρας - Δαμασκού; Σε ποιες ενέργειες θα προβεί η Τουρκία προκειμένου να «τιμωρήσει» τη Συρία; Πρώτ’ απ’ όλα, η κατάρριψη ήρθε ως απότοκο της συσσωρευμένης έντασης μεταξύ Τουρκίας και Συρίας και της υπερβολικής συγκέντρωσης στρατευμάτων στα σύνορα των δύο χωρών. Ομολογώ ότι η αντίδραση της Τουρκίας είναι σχετικώς ήπια και, κατά τη γνώμη μου, αναμενόμενη. Μια οργισμένη τουρκική αντίδραση θα κατανάλωνε σε μηδενικό χρόνο το διπλωματικό κεφάλαιο που τόσο δύσκολα έχει συγκεντρώσει η Άγκυρα στη Μέση Ανατολή. Από την άλλη, ένα θερμό επεισόδιο δεν θα ευνοούσε ούτε τη Συρία, ιδίως τώρα που το καθεστώς της βρίσκεται υπό σχεδόν διεθνή απομόνωση. Ταυτόχρονα, όμως, η μετρημένη τουρκική αντίδραση προκαλεί πλήγμα στο γόητρο του, πρωθυπουργού Ερντογάν, εντός και εκτός συνόρων. Στην ουσία, οι αντιφρονούντες της Συρίας ανέμεναν στήριξη από την τουρκική κυβέρνηση, όντας βέβαιοι ότι η τελευταία θα στηρίξει τις αντιπολιτευόμενες σουνιτικές δυνάμεις. Η πραγματικότητα κατέδειξε το αντίθετο. Πάντως, η πιθανότητα κλιμάκωσης της έντασης μεταξύ Άγκυρας και Δαμασκού είναι αυξημένη και εξαρτάται κυρίως από την ψυχραιμία της πρώτης. Πλέον, το μεγάλο πρόβλημα για την Τουρκία είναι η πιθανή παραπομπή του συριακού ζητήματος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, όπου η Κίνα και η Ρωσία αναμένεται να στηρίξουν το καθεστώς Άσαντ. Μια τέτοια εξέλιξη, χωρίς αμφιβολία θα θέσει σε δοκιμασία τις σχέσεις της Τουρκίας με τις δύο μεγάλες χώρες.
-Ποιος είναι ο στόχος της Τουρκίας σε σχέση με τη Συρία; Ποιο ρόλο διαδραματίζει η Άγκυρα αυτή τη στιγμή και τι προσδοκεί για τη μετά Άσαντ εποχή; Εκείνο που ενδιαφέρει την Τουρκία είναι να μπορέσει να κερδίσει την εμπιστοσύνη των αραβόφωνων μουσουλμάνων γειτόνων της και να εξασφαλίσει τη μέγιστη λαϊκή υποστήριξη, ώστε να αναδειχθεί από όλους τους πληθυσμούς της περιοχής σε σημαντική περιφερειακή δύναμη. Στην πράξη, η Άγκυρα επιθυμεί να καταστεί ρυθμιστικός παράγοντας στον χώρο της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής, κυρίως υπογραμμίζοντας την ιδιότητά της ως δημοκρατικής χώρας με αναφορές στο δυτικό γεωπολιτικό σύστημα. Στο πλαίσιο αυτού του μεγάλου εθνικού στόχου της, προσδοκά να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στη μετά Άσαντ Συρία και να ενσαρκώσει δύο συγκεκριμένους ρόλους: αφ’ ενός, να εγγυηθεί την ομαλή μετάβαση σε ένα νέο συριακό καθεστώς, ως η μεγαλύτερη και ισχυρότερη γειτονική χώρα, και αφ’ ετέρου να αποτελέσει τη γέφυρα επικοινωνίας της όποιας νέας κυβέρνησης της Δαμασκού με τον υπόλοιπο κόσμο. Φυσικά, όλα αυτά δεν αποσκοπούν μόνο στην αύξηση της τιμής του γεωστρατηγικού οικοπέδου της Τουρκίας αλλά και στην εξασφάλιση μεγάλων έργων υποδομής στη «νέα Συρία» για λογαριασμό των μεγάλων κατασκευαστικών εταιρειών της.
-Η τουρκική κυβέρνηση αν και κοσμική, είναι σουνιτική. Βλέπετε να υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στην υποστήριξη που προσφέρει στους σουνίτες αντικαθεστωτικούς εναντίον του αλεβίτη Μπασάρ Αλ Άσαντ; Πολλά στοιχεία συνηγορούν στην εντός Τουρκίας ύπαρξη δικτύου διοικητικής και υλικής υποστήριξης του σουνιτικού αντικαθεστωτικού κινήματος στη Συρία. Μάλιστα, πόλεις όπως η Αντάκια (Αντιόχεια) και το Γκαζιαντέπ αποτελούν ορμητήριο για ομάδες υποστηρικτών των Σύρων αντιφρονούντων. Οι αλεβίτες αποτελούν παραδοσιακά έναν από τους εσωτερικούς εχθρούς της Τουρκίας. Το κεμαλικό κατεστημένο ανέκαθεν φωτογραφίζει την εν λόγω μειονότητα ως κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια και κυρίως για τη διατήρηση της εθνικής ενότητας της χώρας. Αλλά και οι μετριοπαθείς ισλαμιστές δεν τρέφουν ιδιαίτερα καλά συναισθήματα για τους αλεβίτες, κυρίως λόγω των λατρευτικών τους διαφορών. Επομένως, σαφώς και υπάρχει εντός της Τουρκίας αρνητική αναφορά προς την αλεβιτική καταγωγή του Άσαντ. Όμως, μια σημαντική λεπτομέρεια θέτει σε κίνδυνο την υλοποίηση του τουρκικού στόχου να καταστεί περιφερειακή δύναμη: η Άγκυρα υποστηρίζει τους σουνίτες αντιφρονούντες της Συρίας σε μια εμφύλια διαμάχη που έχει λάβει σαφώς θρησκευτικά χαρακτηριστικά. Κάτι τέτοιο ενδέχεται να δυναμιτίσει τις σχέσεις της με γειτονικά μουσουλμανικά κράτη, όπου το σιιτικό Ισλάμ έχει την πρωτοκαθεδρία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν το Ιράν και το Ιράκ, τουλάχιστον προς στιγμήν.
-Η Τουρκία έχει λόγους να ανησυχεί από την παραμονή μιας αλεβίτικης μειονότητας στην εξουσία της Συρίας, σε σχέση με τη δική της αλεβίτικη μειονότητα;
Αν και αποτελούν μόνο το 12% του πληθυσμού της Συρίας, οι αλεβίτες ελέγχουν απόλυτα την εξουσία, περίπου τα τελευταία 42 χρόνια. Κι αυτό αποτελεί τη σταθερή αιτία διαμάχης με τους σουνίτες, που αποτελούν τα 3/4 του πληθυσμού. Στην Τουρκία, η διαμάχη σουνιτών - αλεβιτών έχει δύο αιτίες: οι πρώτοι κατηγορούν τους δεύτερους ότι στήριξαν τους Πέρσες έναντι των Οθωμανών το 16ο αιώνα και, επιπλέον, τους αποστρέφονται ως αιρετικούς. Προφανώς η Τουρκία και κυρίως το σουνιτικό κυβερνών κόμμα ΑΚΡ, θα ήθελε να δει τους Σύρους αλεβίτες να χάνουν την εξουσία, καθώς εκτιμάται ότι η τελική επίδρασή τους στη Δαμασκό μπορεί να πυροδοτήσει αντιδράσεις της αλεβιτικής μειονότητας της Τουρκίας και να ριζοσπαστικοποιήσει τα αιτήματά της. Η τελευταία απαιτεί από την τουρκική κυβέρνηση να εξαιρούνται οι αλεβίτες μαθητές από το μάθημα των σουνιτικών θρησκευτικών στο σχολείο, όπως ακριβώς συμβαίνει με τους Χριστιανούς και τους Εβραίους. Ακόμη, ζητούν να καταργηθεί η Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων, να επιστρέψουν τα μοναστήρια των δερβίσηδων στον έλεγχό τους και να αναγνωριστούν τα τεμένη τους ως κανονικοί ναοί. Στην ουσία, οι αλεβίτες αντιδρούν στις συντονισμένες προσπάθειες του κράτους να τους αφομοιώσει θρησκευτικά. Όμως, η τουρκική ηγεσία δεν είναι διατεθειμένη να παραχωρήσει τέτοιες διευκολύνσεις στους αλεβίτες, κυρίως στην παρούσα φάση. Επομένως, η θέση των αλεβιτών στην Τουρκία συνδέεται άμεσα με την πολιτική κατάσταση στη γειτονική Συρία.
-Θεωρείτε πως η Ρωσία έχει απομονωθεί στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και πως η άνοδος ισλαμιστικών κυβερνήσεων προκαλεί προβλήματα στη Μόσχα;
Χωρίς αμφιβολία, η Μόσχα ανησυχεί με την άνοδο των ισλαμιστικών κινημάτων στις χώρες της Μέσης Ανατολής. Η θετική δήλωση του Αμερικανού Προέδρου Ομπάμα ύστερα από την εκλογική νίκη των Αδελφών Μουσουλμάνων, εκλαμβάνεται από τη Ρωσία ως ευθεία απειλή προς τα συμφέροντά της. Κι αυτό διότι στις νότιες επαρχίες της χώρας και στον Καύκασο διαβιούν μεγάλοι πληθυσμοί μουσουλμάνων, οι οποίοι μπορούν εύκολα να «πυροδοτηθούν» από την αποδημητική μουσουλμανική τρομοκρατία. Αν προσέξουμε τις δηλώσεις του Πούτιν στη Σύνοδο των G20 στο Μεξικό, κάλυψε το καθεστώς Άσαντ και παραλλήλισε την κατάσταση στη Συρία με εκείνη της Λιβύης. Έτσι, προκειμένου, να προστατεύσει τον ζωτικό της χώρο και να αποφύγει την όποια απομόνωση, η Μόσχα έχει εγκαινιάσει δίαυλο επικοινωνίας με το Τελ Αβίβ, στη βάση του κοινού συμφέροντος: το Ισραήλ θεωρεί εξίσου επικίνδυνη την άνοδο των ισλαμιστών στον περίγυρό του, επομένως η προσέγγιση με τη Ρωσία αποτελεί για την ώρα τη μοναδική «χρήσιμη συμμαχία».
Όπως σας ανέφερα, η Τουρκία έχει καθορίσει ως εθνικό στόχο να καταστεί περιφερειακή δύναμη. Ιστορικά, το έδαφος για να το πετύχει είναι σχετικώς φιλικό, καθώς το μεγαλύτερο κομμάτι του αραβικού πληθυσμού γοητεύεται από την Τουρκία, ως την πιο δημοκρατική και την πιο εκδυτικοποιημένη χώρα της περιοχής. Κι αυτή τη γοητεία, την αύξησε ακόμα περισσότερο ο Ταγίπ Ερντογάν και το μίγμα της οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής που ακολουθούσε μέχρι πρότινος. Εδώ και λίγο καιρό, στο πλαίσιο αυτό, η Άγκυρα έχει ενσωματώσει στο πλάνο των «εθνικών κινδύνων» της διάφορες απειλές που αντιμετωπίζουν τρίτες χώρες. Άλλωστε, μια τέτοια επιλογή αποτελεί ασφαλή τρόπο για να προωθήσει το όραμά της περί περιφερειακού παράγοντα. Σε συνδυασμό με το δόγμα περί μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες, όπως το διατύπωσε ο υπουργός Εξωτερικών, Αχμέντ Νταβούτογλου, η τακτική αυτή έχει αποδώσει καρπούς. Όμως η ξεκάθαρα φιλοσουνιτική στάση της Άγκυρας απέναντι σε όλες τις αραβικές διενέξεις, σε συνδυασμό με τις κακές πλέον τουρκοϊσραηλινές σχέσεις, δημιουργούν εύλογα εμπόδια στην πορεία της Τουρκίας. Η θεωρία περί μηδενικών προβλημάτων φαίνεται σαθρή και η υποβαθμισμένες διμερείς σχέσεις με γειτονικές χώρες αποδεικνύουν ότι ο στόχος απέχει αρκετά από την υλοποίησή του. Με άλλα λόγια, για να μπορέσει η Τουρκία να γίνει περιφερειακή δύναμη μετά το τέλος της Αραβικής Άνοιξης, θα πρέπει να έχει εξασφαλισμένη την ανοχή, αν όχι την υποστήριξη, δύο σημαντικών παραγόντων στον ζωτικό της χώρο: του Ισραήλ και του Ιράν.
Πηγή: Ο Φιλελεύθερος
Δημοσιεύτηκε στις 01/07/2012
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire