Τι κάνει έναν καλό σεφ;
Μαρία Ζαφειράτου
Συναντηθήκαμε στο Sani Gourmet, λίγες ώρες προτού μας σερβίρει το έξι πιάτων ροδίτικο μενού του. Από μια μικρή δημοσκόπηση που έκανα, ουδείς ανέφερε ένα αρνητικό σχόλιο για τις δημιουργίες του. «Είναι μεγάλος σεφ!» ήταν ο πιο ταπεινός χαρακτηρισμός. «Και τι κάνει έναν καλό σεφ;», αναρωτήθηκα, «το ταλέντο; Η δουλειά; Οι σωστές πρώτες ύλες;». Η απάντηση του Δημήτρη Μαυρίκου ήταν πιο απλή, αλλά σαφώς πιο πειστική: «Η αγάπη. Αν δεν αγαπάς αυτό που κάνεις, όσο καλός και να είσαι, ακόμη και με τις πιο άριστες πρώτες ύλες, δεν κάνεις τίποτε. Η αγγαρεία δεν έδωσε νοστιμιά σε κανένα πιάτο».
Ο Δημήτρης σπούδασε Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις και ο αδελφός του, Μιχάλης, Οικονομικές Επιστήμες στη London School of Economics. Αμφότεροι, όμως, δεν έβλεπαν την ώρα να γυρίσουν πίσω στη Λίνδο και να ξαναμπούν στην κουζίνα του οικογενειακού εστιατορίου: «Ο παππούς άνοιξε για πρώτη φορά εστιατόριο το 1912 στη Λίνδο. Το 1933 η οικογενειακή επιχείρηση μετακόμισε στο μέρος που βρίσκεται ως σήμερα. Τόσο για μένα όσο και για τον αδελφό μου ήταν κάτι σαν φυσική συνέχεια να πάρουμε στα χέρια μας το εστιατόριο».
Για τα πιάτα του εστιατορίου «Μαυρίκος» έχουν άποψη πολλοί επώνυμοι ουρανίσκοι: «Αν είχαμε φωτογραφίες με όλους τους διάσημους που έχουν περάσει από το μαγαζί, θα έπρεπε να χτίσουμε ακόμη τέσσερις τοίχους για να τις βάλουμε. Ολόκληρος ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος – άλλωστε στη Ρόδο έχουν γυριστεί άπειρες ταινίες –, αλλά και η αφρόκρεμα του ιταλικού τζετ σετ, Ωνάσηδες, Νιάρχοι, Γουλανδρήδες, Γιουλ Μπρίνερ, Μπάρμπρα Στράιζαντ...».
Ο πιο σταθερός πελάτης του εστιατορίου ήταν ο μακαρίτης ιδιοκτήτης της Fiat και της Γιουβέντους, Τζιοβάνι Ανιέλι: «Είχε ένα μόνιμο τραπέζι κάθε φορά που ερχόταν. Μάλιστα – σε αντίθεση με αυτό που ζητούσαν οι περισσότεροι – ήταν στο μέσα μέρος του μαγαζιού, με πλάτη στον τοίχο, ώστε να μπορεί να “επιβλέπει” τα πάντα. Οταν περνούσε έξω από το μαγαζί, τον φώναζε ο πατέρας μου να διαλέξει ό,τι ψάρια ήθελε για να του μαγειρέψει. Ο Aνιέλι τον ρωτούσε πως θα τα μαγειρέψει και ο πατέρας μου απαντούσε: “Αυτό να μη σε απασχολεί, ξέρω εγώ!”».
Ο Δημήτρης συνεχίζει να εξιστορεί: «Οταν έμεναν οι Pink Floyd στο νησί, ήρθε ο μάνατζέρ τους να κλείσει τραπέζι για 14 άτομα. Ο σερβιτόρος που θα τους εξυπηρετούσε ήρθε να μας παραπονεθεί και να μας ξεκαθαρίσει πως “εγώ αυτούς τους λέτσους δεν τους σερβίρω!”. Ο πατέρας μου δεν του έφερε καμία αντίρρηση και απλώς το ανέθεσε σε κάποιον άλλον. Δεν ήξερε ποιοι ήταν, γνώριζε, όμως, πως πλήρωναν πολλά λεφτά στα αρχοντόσπιτα που έμεναν, οπότε υπέθεσε πως ο αντιρρησίας μόλις είχε χάσει ένα πολύ καλό φιλοδώρημα... Οταν ήρθαν να φάνε, βλέπαμε ένα σωρό κόσμο να τους ακολουθεί και να τους επευφημεί. Τότε κατάλαβα ποιοι ήταν. Γνώρισα τον Ρότζερ Γουότερς και τον Ντέιβιντ Γκίλμορ και μάλιστα έχω μέχρι σήμερα το τηλέφωνό τους, διατηρώντας μια πολύ φιλική σχέση».
Μιλώντας μαζί του, αντιλαμβάνεσαι ότι ο Δημήτρης Μαυρίκος είναι ένας από τους πιο αυθεντικούς εκπροσώπους της ελληνικής κουζίνας. «Η ελληνική κουζίνα – είτε νέα είτε παλιά – δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει. Με τόσο καλές πρώτες ύλες, είναι αδύνατο να εξαφανιστεί. Τη σπρώξαμε εμείς στο περιθώριο και κυρίως το ελληνικό κράτος που υποτίθεται ότι προωθεί τον τουρισμό μας στο εξωτερικό. Δεν είναι δυνατόν να βλέπω σε άλλες χώρες της Ευρώπης διαφήμιση της Ελλάδας: “Souvlaki, tzatziki, gyros”. Εχω πιάσει τον εαυτό μου στο Λονδίνο να σκίζει τέτοιες αφίσες στον δρόμο. Δεν είναι αυτό η Ελλάδα, δεν θυμάμαι ποτέ τη μάνα μου και τη γιαγιά μου να μου μαγειρεύουν σουβλάκια!».
«Μαυρίκος», Λίνδος Ρόδου, τηλ. 22440 31232
Πηγή: www.tovima.gr
Δημοσιεύτηκε στις 25/06/2012
Μαρία Ζαφειράτου
Συναντηθήκαμε στο Sani Gourmet, λίγες ώρες προτού μας σερβίρει το έξι πιάτων ροδίτικο μενού του. Από μια μικρή δημοσκόπηση που έκανα, ουδείς ανέφερε ένα αρνητικό σχόλιο για τις δημιουργίες του. «Είναι μεγάλος σεφ!» ήταν ο πιο ταπεινός χαρακτηρισμός. «Και τι κάνει έναν καλό σεφ;», αναρωτήθηκα, «το ταλέντο; Η δουλειά; Οι σωστές πρώτες ύλες;». Η απάντηση του Δημήτρη Μαυρίκου ήταν πιο απλή, αλλά σαφώς πιο πειστική: «Η αγάπη. Αν δεν αγαπάς αυτό που κάνεις, όσο καλός και να είσαι, ακόμη και με τις πιο άριστες πρώτες ύλες, δεν κάνεις τίποτε. Η αγγαρεία δεν έδωσε νοστιμιά σε κανένα πιάτο».
Ο Δημήτρης σπούδασε Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις και ο αδελφός του, Μιχάλης, Οικονομικές Επιστήμες στη London School of Economics. Αμφότεροι, όμως, δεν έβλεπαν την ώρα να γυρίσουν πίσω στη Λίνδο και να ξαναμπούν στην κουζίνα του οικογενειακού εστιατορίου: «Ο παππούς άνοιξε για πρώτη φορά εστιατόριο το 1912 στη Λίνδο. Το 1933 η οικογενειακή επιχείρηση μετακόμισε στο μέρος που βρίσκεται ως σήμερα. Τόσο για μένα όσο και για τον αδελφό μου ήταν κάτι σαν φυσική συνέχεια να πάρουμε στα χέρια μας το εστιατόριο».
Για τα πιάτα του εστιατορίου «Μαυρίκος» έχουν άποψη πολλοί επώνυμοι ουρανίσκοι: «Αν είχαμε φωτογραφίες με όλους τους διάσημους που έχουν περάσει από το μαγαζί, θα έπρεπε να χτίσουμε ακόμη τέσσερις τοίχους για να τις βάλουμε. Ολόκληρος ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος – άλλωστε στη Ρόδο έχουν γυριστεί άπειρες ταινίες –, αλλά και η αφρόκρεμα του ιταλικού τζετ σετ, Ωνάσηδες, Νιάρχοι, Γουλανδρήδες, Γιουλ Μπρίνερ, Μπάρμπρα Στράιζαντ...».
Ο πιο σταθερός πελάτης του εστιατορίου ήταν ο μακαρίτης ιδιοκτήτης της Fiat και της Γιουβέντους, Τζιοβάνι Ανιέλι: «Είχε ένα μόνιμο τραπέζι κάθε φορά που ερχόταν. Μάλιστα – σε αντίθεση με αυτό που ζητούσαν οι περισσότεροι – ήταν στο μέσα μέρος του μαγαζιού, με πλάτη στον τοίχο, ώστε να μπορεί να “επιβλέπει” τα πάντα. Οταν περνούσε έξω από το μαγαζί, τον φώναζε ο πατέρας μου να διαλέξει ό,τι ψάρια ήθελε για να του μαγειρέψει. Ο Aνιέλι τον ρωτούσε πως θα τα μαγειρέψει και ο πατέρας μου απαντούσε: “Αυτό να μη σε απασχολεί, ξέρω εγώ!”».
Ο Δημήτρης συνεχίζει να εξιστορεί: «Οταν έμεναν οι Pink Floyd στο νησί, ήρθε ο μάνατζέρ τους να κλείσει τραπέζι για 14 άτομα. Ο σερβιτόρος που θα τους εξυπηρετούσε ήρθε να μας παραπονεθεί και να μας ξεκαθαρίσει πως “εγώ αυτούς τους λέτσους δεν τους σερβίρω!”. Ο πατέρας μου δεν του έφερε καμία αντίρρηση και απλώς το ανέθεσε σε κάποιον άλλον. Δεν ήξερε ποιοι ήταν, γνώριζε, όμως, πως πλήρωναν πολλά λεφτά στα αρχοντόσπιτα που έμεναν, οπότε υπέθεσε πως ο αντιρρησίας μόλις είχε χάσει ένα πολύ καλό φιλοδώρημα... Οταν ήρθαν να φάνε, βλέπαμε ένα σωρό κόσμο να τους ακολουθεί και να τους επευφημεί. Τότε κατάλαβα ποιοι ήταν. Γνώρισα τον Ρότζερ Γουότερς και τον Ντέιβιντ Γκίλμορ και μάλιστα έχω μέχρι σήμερα το τηλέφωνό τους, διατηρώντας μια πολύ φιλική σχέση».
Μιλώντας μαζί του, αντιλαμβάνεσαι ότι ο Δημήτρης Μαυρίκος είναι ένας από τους πιο αυθεντικούς εκπροσώπους της ελληνικής κουζίνας. «Η ελληνική κουζίνα – είτε νέα είτε παλιά – δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει. Με τόσο καλές πρώτες ύλες, είναι αδύνατο να εξαφανιστεί. Τη σπρώξαμε εμείς στο περιθώριο και κυρίως το ελληνικό κράτος που υποτίθεται ότι προωθεί τον τουρισμό μας στο εξωτερικό. Δεν είναι δυνατόν να βλέπω σε άλλες χώρες της Ευρώπης διαφήμιση της Ελλάδας: “Souvlaki, tzatziki, gyros”. Εχω πιάσει τον εαυτό μου στο Λονδίνο να σκίζει τέτοιες αφίσες στον δρόμο. Δεν είναι αυτό η Ελλάδα, δεν θυμάμαι ποτέ τη μάνα μου και τη γιαγιά μου να μου μαγειρεύουν σουβλάκια!».
«Μαυρίκος», Λίνδος Ρόδου, τηλ. 22440 31232
Πηγή: www.tovima.gr
Δημοσιεύτηκε στις 25/06/2012
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire