ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΕΠΑΦΗ

Το ιστολόγιο Πενταλιά πήρε το όνομα
από το όμορφο και ομώνυμο χωριό της Κύπρου.
Για την επικοινωνία μαζί μας
είναι στη διάθεσή σας το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο:
pentalia74@gmail.com

samedi 29 janvier 2011

Λεκτική ελευθεριότητα στη Λογοτεχνία

Ενας τύπος ελευθεριότητας

Αγνωστο έργο της Lila De Nobili, Συλλογή Κώστα Σπυριούνη  
Αγνωστο έργο της Lila De Nobili, Συλλογή Κώστα Σπυριούνη Λένα Κιτσοπούλου
Μεγάλοι δρόμοι
εκδόσεις Μεταίχμιο, σ. 232, ευρώ 15
Η λεκτική ελευθεριότητα, από αμιγώς ανδρικό προνόμιο που ήταν, κατοχυρώνεται κι αυτή ως γένους θηλυκού, τουλάχιστον όσον αφορά τον χώρο της πεζογραφίας. Στο καινούριο βιβλίο της Λένας Κιτσοπούλου, για δεύτερη φορά, η λαϊκή ονομασία του γυναικείου αιδοίου προτάσσεται, μπαίνοντας και πάλι ως τίτλος του πρώτου διηγήματος της συλλογής, «Ο Μουνής». Πριν από δεκατρία χρόνια, Νοέμβριο 1997, στη συλλογή «Ασεμνες ιστορίες», που είχε καταρτίσει ο Μισέλ Φάις, συγκεντρώνοντας διηγήματα δέκα συγγραφέων, το διήγημα της Ερσης Σωτηροπούλου έφερε τον τολμηρό τίτλο «Το μουνί μέσα στη ζέστη». Από τα εν χρήσει λεξικά, του Δημητράκου καταχωρίζει τη λέξη στη δημοτική, του Μπαμπινιώτη στον λαϊκό λόγο και μόνο του Τριανταφυλλίδη, στις χυδαίες. Αυτού του τύπου η ελευθεριότητα την τελευταία τριακονταετία έχει θεωρηθεί κεκτημένη, όπως δείχνει και η σθεναρή προάσπιση των αντίστοιχων βιβλίων από ένα μέρος της κριτικής, το αποκαλούμενο και «προοδευτικό». Και οι δύο συγγραφείς, οι οποίες ανήκουν στις δύο διαδοχικές γενιές αυτής της περιόδου (αν, βεβαίως, παραμερίσουμε τον βεβιασμένο γενεαλογικό τεμαχισμό ανά δεκαετία), η Σωτηροπούλου της γενιάς του '80 και η Κιτσοπούλου της πρώτης του 21ου έχουν βραβευτεί. Σε αντίθεση με τη θεματική ελευθεριότητα, που φαίνεται να φέρνει σε αμηχανία ακόμη και τους «προοδευτικούς» κριτικούς. Ενα καλό παράδειγμα δίνει η πρόσφατη συλλογή του Σωτήρη Δημητρίου, «Τα ζύγια του προσώπου», ένα από τα λιγοστά βραβεύσιμα βιβλία του 2009, η οποία, όχι μόνο δεν βραβεύτηκε, αλλά παρέμεινε και εκτός των «μικρών καταλόγων», που καταρτίζονται με τα δέκα καλύτερα υποψήφια προς βράβευση βιβλία. Κι αυτό, γιατί μερικές από τις «άσεμνες ιστορίες» του επιζητούν τον ακραίο ερωτισμό σε σεξουαλικές πράξεις, που φαίνεται ότι προκαλούν το κοινό αίσθημα περί ηθικής. Με άλλα λόγια, βάζουν σε δοκιμασία και, συγχρόνως, αντανακλούν τα περιθώρια ανοχής των ανθρώπων του βιβλίου.

Να διευκρινίσουμε, ωστόσο, ότι τα δέκα καινούρια διηγήματα της Κιτσοπούλου δεν έχουν καμία λογοτεχνική συγγένεια με τα πεζά της Σωτηροπούλου. Η διαφοροποίησή τους δεν είναι τόσο θεματική, όπως θα αναμενόταν από τη χρονική απόσταση των βιβλίων τους, αλλά πρωτίστως γλωσσική. Η Σωτηροπούλου, ήδη από το ξεκίνημά της, όπως θυμίζει και η πρόσφατη επανέκδοση του μυθιστορήματός της, «Η φάρσα», που πρωτοεκδόθηκε το 1982 και ήταν το τρίτο της βιβλίο, «παίζει» με τη γλώσσα. Αντιθέτως, η Κιτσοπούλου, αλλά και το μεγαλύτερο τμήμα της εκκολαπτόμενης γενιάς, κυριολεκτεί με την τραχύτητα μιας λαϊκότροπης προφορικής γλώσσας. Με εργαλείο τη γλώσσα, όλοι αυτοί οι νέοι συγγραφείς αγωνιούν να αναδείξουν την απεχθή πλευρά των ανθρώπινων σχέσεων. Οι ιστορίες της Σωτηροπούλου έχουν ως κύριο θέμα τη ματαιότητα κάθε απόδρασης από τη μοναξιά, χωρίς, όμως, να αποκλείουν μια ακαθόριστη έξοδο, ενώ οι περισσότερες ιστορίες της Κιτσοπούλου καταλήγουν σε ένα αδιέξοδο, που, συχνά, το επισφραγίζει ο θάνατος.
Το νέο βιβλίο της θα χαρακτηριζόταν ανισομερές. Αποτελείται από δέκα διηγήματα, όπου τα έξι πρώτα συνιστούν το κυρίως σώμα, ενώ τα τέσσερα τελευταία επέχουν θέση μιας παρεκκλίνουσας ουράς ή, σωστότερα, συμπληρώματος. Πρόκειται για σύντομα πεζά, των τεσσάρων έως δέκα σελίδων, που δείχνουν σαν πειραματισμοί. Το πρώτο, «Ανοιξη εξ αίματος», διαφεύγει από το σταθερό ρεαλιστικό πλαίσιο των διηγημάτων της. Αντιστρέφοντας την κοινά αποδεκτή θέση, ότι η άνοιξη είναι η εποχή της ανθοφορίας άρα και της ελπιδοφόρας προσμονής, διεκτραγωδεί με μαύρο χιούμορ τα συνακόλουθά της. Τα δύο επόμενα γέρνουν επικίνδυνα προς τον μελοδραματισμό. Ωστόσο, το εκτενέστερο, «ΕΛΤΑ», στήνει με δεξιότητα τη σκηνή ενός τελικού μακελειού. Οσο για το καταληκτικό, θα μπορούσε να εξοικονομηθεί για μια μελλοντική συλλογή με χρονογραφήματα, όπου, εν καιρώ, θα συγκεντρωθούν τα δημοσιεύματά της στο μηνιαίο ένθετο της «Ελευθεροτυπίας», το «Κοντέινερ».
Και ερχόμαστε στο κυρίως σώμα της συλλογής. Τρία διηγήματα, γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, έχουν ως θέμα τη γυναικεία ψυχοσύνθεση. Στο «Ερωτας στην πόλη», η ηρωίδα, αδέσμευτη και μόνη, διασχίζει το κέντρο της Αθήνας για να «κολλήσει» σε μποτιλιάρισμα, που έχει προκληθεί από σκουπιδιάρικο στην πλατεία Θεάτρου. Συμπτωματικά ή όχι, βρίσκεται στο ίδιο ακριβώς σημείο, που περιπλανιέται πεζή και σε παραπλήσια συναισθηματική κατάσταση η Εύα, η βασική ηρωίδα στο τελευταίο ομότιτλο μυθιστόρημα της Σωτηροπούλου. Εδώ, όμως, έχουμε από διαφορετική οπτική γωνία την περιγραφή τόσο του χώρου όσο και του ερωτικού αλαλούμ της γυναίκας. Χάρη σε ένα απρόσμενο συμβάν, εκτυλίσσεται μια σκηνή κινηματογραφικής σύλληψης, που αποκαλύπτει τη βαθιά ανάγκη της ηρωίδας, παρά τις επιχειρούμενες εκλογικεύσεις της, για το απόλυτο δόσιμο στον έρωτα.
Γενικότερα η Κιτσοπούλου εστιάζει σε εκείνες τις εκφάνσεις της ερωτικής καθήλωσης, που προσιδιάζουν στις θήλειες υπάρξεις, όπως δείχνει και το σύντομο, ομότιτλο της συλλογής, διήγημα. Το εύρημα, γύρω από το οποίο πλέκεται η ιστορία, θα χαρακτηριζόταν μάλλον απίθανο, ωστόσο αναδεικνύει μια ερωτική προσήλωση, τόσο ολοκληρωτική, που να έχει ως μοναδική λύση, μετά τον θάνατο του άλλου, την αυτοχειρία. Οσο για το τρίτο διήγημα, «Λα καπότ», είναι, αναμφιβόλως, το τολμηρότερο, προσφέροντας ένα καλό δείγμα του τι μπορούν να συνεισφέρουν στο πεδίο του ερωτισμού τα εγγόνια του Εμπειρίκου. Η συγγραφέας παίρνει την έμπνευση από ένα παλαιότερο διήγημα του Δημητρίου, το «Τοκ, τοκ, τοκ, τοκ». Αυτός είναι ο ήχος της βούρτσας ενός λούστρου, καθώς χτυπάει στο κασελάκι του. Κάλεσμα προς πιθανούς πελάτες, το οποίο, όμως, ένας ιδιότυπος μονήρης το προσλαμβάνει ως ερωτική πρόσκληση. Αντιστοίχως, η ηρωίδα της Κιτσοπούλου ερεθίζεται από τη θεσσαλονικιώτικη προφορά ενός γείτονα, που, κρεμασμένος στο απέναντι μπαλκόνι, απειλεί με μήνυση. Η ολοκλήρωση για τον ήρωα του Δημητρίου έρχεται με το μετά βίας άγγιγμα της βούρτσας τη στιγμή που γυαλίζει τα παπούτσια του στο κατάμεστο κέντρο της Αθήνας. Ενώ η ηρωίδα της Κιτσοπούλου φτάνει στον οργασμό όρθια, στο μπαλκόνι της, συνομιλώντας με τον θεσσαλονικιό γείτονα, που περιγράφεται αποκρουστικός, όπως και ο φαλακρός λούστρος του Δημητρίου. Κατά τ' άλλα, η διαφοροποίηση των δύο διηγημάτων είναι, όπως και στην περίπτωση της Σωτηροπούλου, ολοσχερής, αφού ο πρώτος στηρίζεται στην υπαινικτικότητα της γλώσσας και η δεύτερη, στην ωμότητά της.
Σε συμμετρία προς αυτά τα τρία διηγήματα, δύο άλλα, που έχουν την έκταση νουβέλας, στρέφονται γύρω από τον ανδρικό ψυχισμό. Το εκτενέστερο εστιάζει στην ψυχική ταλαιπωρία ενός καταθλιπτικού, τον οποίο, κατά το τρέχον ιδίωμα, η συγγραφέας αποκαλεί «κατάθλα», τιτλοφορώντας αντιστοίχως το διήγημά της. Απογοητευμένος από την ψυχολογική υποστήριξη, που προσφέρουν γιατροί και οικογένεια, απομονώνεται στο πατρικό του σπίτι, στο χωριό, με την ελπίδα να βρει κάποιο υπόλειμμα από τον παράδεισο των παιδικών του χρόνων. Εκεί, μάχεται το άγχος της αϋπνίας και τις κρίσεις πανικού, επαναλαμβάνοντας, κατά ψυχαναγκαστικό τρόπο, σκέψεις και πράξεις. Συντομότερο το δεύτερο, «Ο καραγκιόζης», επικεντρώνεται στα ψυχικά τραύματα και πώς αυτά δημιουργούνται μέσα στο θεωρούμενο προστατευτικό κέλυφος της οικογένειας. Και στα δύο διηγήματα, η συγγραφέας σπρώχνει τους ήρωές της στα όρια της τρέλας, επιδιώκοντας ένα εντυπωσιακό τελικό κρεσέντο. Ετσι, όμως, μάλλον αδικεί την επιχειρούμενη ψυχογράφηση. Κατά τ' άλλα, η αφηγηματική της άνεση την παρασέρνει σε εύκολα ευρήματα, όπως εκείνο το «πράσινο φασολάκι» από το γνωστό, και τηλεοπτικά, παραμύθι. Ο εσωτερικός μονόλογος ενός πάσχοντος πρέπει μεν να δείχνει «χύμα», αλλά αυτό να προκύπτει από τον προσεκτικό σχεδιασμό των διαδοχικών μεταπτώσεων. Οπως και να έχει, είναι από τα λιγοστά διηγήματα που πολιορκούν θέματα, όπως η κατάθλιψη και η κάποτε αμφιλεγόμενη μητρική αφοσίωση.
Μένει το εναρκτήριο πεζό, που έχει την αυτοτέλεια, παρά τη σχετικά μικρή του έκταση, μυθιστορήματος. «Ο Μουνής» είναι το παρατσούκλι ενός αγρότη. Του το έβγαλαν γιατί μεγάλωσε ανάμεσα σε γυναίκες, τη μάνα του και τις πέντε αδερφάδες του. Λιγομίλητος, σκαλίζει ολημερίς το χωράφι του και στον καφενέ, σαν άλλος Θεόφιλος, ζωγραφίζει όσα συμβαίνουν γύρω του, όχι στους τοίχους, αλλά στο χάρτινο τραπεζομάντιλο. Παρουσιάζεται σαν ένα αγαθό πρόσωπο, αν και υπάρχει η φήμη ότι ξεμυαλίζει τις παντρεμένες. Γύρω από αυτόν στήνεται ο μικρόκοσμος ενός χωριού, όπου κυριαρχούν τα παράνομα σμιξίματα και το κουτσομπολιό γύρω από αυτά. Οι χωρικοί περιγράφονται άσχημοι, σε αντιστοιχία με τις αποκρουστικές τους πράξεις. Η ιστορία εξελίσσεται σε έναν καταιγισμό από σκηνές ωμής βίας, συχνά στα όρια της κτηνωδίας, στις οποίες η Κιτσοπούλου δείχνει όλο το ταλέντο της. Ευρηματικό είναι το κλείσιμο του διηγήματος, όπου, αντί η ένταση των ξυλοδαρμών να κορυφώνεται, η αφήγηση αλλάζει εστίαση και επικεντρώνεται σε ένα άγριο θηλυκό, που το μόνο που θέλει είναι να φύγει για πάντα από το χωριό. Συνοψίζοντας, το επιμύθιο δείχνει αυτονόητο, η Κιτσοπούλου έχει δυνατότητες. Ισως και μεγάλες. Αρκεί να αποδεχτεί πως, όπως το θέατρο, έτσι και η γραφή, χρειάζεται μια κάποια πειθαρχία. *

Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire