Της Μαρίας Β. Μαρκαντωνάτου
«(…) Οι διανοούμενοι που διαπνέονται από φιλελεύθερες ιδέες δυσπιστούν προς την ιδεολογία, αλλά έχουν πολύ άδικο. Γιατί, αν εγκαταλείψουμε το πεδίο της ιδεολογίας, το καταλαμβάνουν αμέσως κάποιοι άλλοι. Σ’ αυτήν άλλωστε την καλή κατανόηση των ιδεολογικών μηχανισμών οφείλουν οι σοσιαλιστές την πλεονεκτική τους θέση εδώ και έναν τουλάχιστον αιώνα. Απόκειται λοιπόν στους φιλελεύθερους να ανακτήσουν τον χώρο των ιδεών».
Αυτά έγραφε το 1985 ο Γάλλος φιλελεύθερος φιλόσοφος Guy Sorman στο βιβλίο του Το Ελάχιστο Κράτος (Ροές, Αθήνα, 1986).
Και πράγματι στον στόχο της «ανάκτησης του χώρου των ιδεών» ενάντια στον «σοσιαλκρατισμό» παραμένει προσηλωμένος μέχρι και σε πρόσφατα άρθρα του. Στο Κράτος Πρόνοιας, Αναπαύσου Εν Ειρήνη επαινεί τις προσπάθειες Κάμερον - Όζμπορν να αναμορφώσουν το βρετανικό σύστημα πρόνοιας διαλύοντας τις εναπομείνασες «οικουμενικές παροχές» στην κατεύθυνση στοχευμένων παροχών αποκλειστικά στους «εγκεκριμένους φτωχούς». Το βασικό του επιχείρημα είναι πως το κράτος πρόνοιας έχαιρε αποδοχής εξαιτίας της συμμαχίας του με τη μεσαία τάξη. Εμμένοντας στην άποψη ότι ήταν η μεσαία τάξη και όχι οι φτωχοί που επωφελούνταν, ο Sorman ελπίζει ότι με την κατάργηση τέτοιων παροχών (π.χ. του επιδόματος παιδιού, που, σύμφωνα με τις μετρήσεις του, μεταβιβάζεται κατά 42% στη μεσαία τάξη και σε πλούσιες οικογένειες), η κυβέρνηση θα κατορθώσει να δείξει στον κόσμο «την αδικία του κράτους πρόνοιας». Κυρίως όμως, αναφέρει ο Sorman, αν έπρεπε να πειστούμε πως το κράτος πρόνοιας θα μας προστατεύει «από την κούνια ώς τον τάφο», όπως ήθελε ο Λόρδος Μπέβεριτζ, οι Κάμερον και Όζμπορν επιτέλους μας επιτρέπουν «να σταθούμε στα πόδια μας».
Οι προσπάθειες «ανάκτησης του χώρου των ιδεών», όπως το θέτει ο Sorman, ξεκίνησαν ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, για λόγους συνυφασμένους με την κρίση του εθνικοκρατικού, κορπορατιστικού κεϋνσιανισμού στη Δ. Ευρώπη, η οποία ωστόσο προβλήθηκε ως «κρίση υπερβολικής δημοκρατίας», «υπερφόρτισης» και «ακυβερνησίας». Αρκεί κανείς να ανατρέξει στην αναφορά της Τριμελούς Επιτροπής (1975), αποτελούμενης από τους S. Huntington, M. Crozier, και J. Watanuki, οι οποίοι καλούσαν τις συντηρητικές πολιτικές ελίτ να αντιμετωπίσουν τις -«πολύ πιο επικίνδυνες από τις εξωγενείς»- «ενδογενείς προκλήσεις»: τη νεολαία που στράφηκε από τις εργασιοκεντρικές αξίες στην κοινωνική αταξία, τις συνδικαλιστικές ομάδες που ζητούσαν από το κράτος περισσότερα απ’ όσα αυτό μπορούσε να δώσει, την ανευθυνότητα, την υπερβολική πολιτική συμμετοχή, τις υπέρμετρες κοινωνικές δαπάνες κ.ά. (βλ. The Crisis of Democracy: Report on the Governability of Democracies).
Πιο σύγχρονες εκδοχές της φιλελεύθερης ανάκτησης του πεδίου των ιδεών αναζητούν να τεκμηριώσουν επιστημονικά την υποχώρηση του κράτους, όπως π.χ. στο Η Άνοδος και η Πτώση του Κράτους (Τουρίκης, Αθήνα, 1999) του Ισραηλινού ιστορικού Martin Van Creveld. Ενδελεχώς αναλύεται η ιστορική συγκρότηση του κράτους: η προϊστορία του έως το 1300, η ανάδυση του μέσα από συγκρούσεις με την εκκλησία και τους αυτοκράτορες (1300-1648), η διαμόρφωση των νεωτερικών του χαρακτηριστικών (υποδομές, γραφειοκρατία, μονοπώληση της φυσικής βίας, δικαιολογητική του κράτους πολιτική θεωρία) (1648-1789), το «κράτος ως ιδεώδες» (1789-1945) και η «εξάπλωση του κράτους» ώς το 1975. Αλλά, παρά τη μακρά του πορεία, από το 1975 και πέρα, το Δυτικό κράτος αίφνης παρακμάζει οριστικά και αμετάκλητα, εξαιτίας λόγων όπως η «εξαφάνιση του μείζονος διακρατικού πολέμου», η «υποχώρηση του κράτους πρόνοιας» και η «διεθνοποίηση της τεχνολογίας».
Όμως, αυτό που υποχωρεί από το 1975 δεν είναι το κράτος στον ιδεότυπό του, όπως υποστηρίζει ο Creveld, αλλά το κράτος ως κράτος πρόνοιας, έτσι όπως αυτό εξισορροπούσε τις αξιώσεις αναπαραγωγής του καπιταλισμού με αυτές της κοινωνίας, εντός ενός διαρκώς εύθραυστου κορπορατισμού ανάμεσα σε κεφάλαιο, εργασία και κράτος. Στον «γενναίο κόσμο που μας περιμένει», «πέρα από το κράτος», αναφέρει ο Creveld, οι συνθήκες για το κάθε άτομο θα εξαρτώνται «από το φύλο του, την κοινωνική του θέση, το επάγγελμά του, τους δεσμούς του με διάφορους οργανισμούς κ.ο.κ.».
Τέτοιες θέσεις, όμοιες με αυτές της Τριμελούς Επιτροπής και του Sorman, είναι ενδεχομένως και ο λόγος της θερμής υποδοχής που έτυχε το βιβλίο του Creveld από το Ινστιτούτο Ludwig von Mises. Σύμφωνα με τον D. Gordon, επιμελητή έκδοσης του Mises Review (τεύχ. 6, νούμ. 2, 2000), ο Creveld «κάνει κατανοητές τις καταστροφικές συνέπειες που είχε το κράτος για την ανθρώπινη ζωή». Γι’ αυτό ευελπιστεί ο Gordon ότι «αν ο Creveld έχει δίκιο, μπορούμε πλέον να πανηγυρίσουμε την απελευθέρωσή μας από τον καρκίνο του κράτους».
Έτσι, σε συγχορδία με το οικονομικό Zeitgeist, οι νεοφιλελεύθερες «ανακτήσεις του χώρου των ιδεών» εν τέλει επιζητούν: Αυτοευθύνη για την υγεία, την οικογενειακή και κοινωνική μέριμνα και την εκπαίδευση˙ συντριβή της συνδικαλιστικής δράσης˙ υπακοή στην κατάλληλη για την παρούσα φάση του καπιταλισμού μορφή της δημοκρατίας, δηλαδή στη φιλελεύθερη-επιχειρηματική έναντι της εξισωτικής-κοινωνικής˙και αποδοχή ενός κράτους που δεν εξυπηρετεί παρά τα ταξικά συμφέροντα επιχειρηματικών ολιγαρχιών και δεν προασπίζει παρά την αστυνομική καταστολή, τον νόμο και την τάξη.
Πηγή: Η Αυγή
Δημοσιεύτηκε στις 26/01/2012
«(…) Οι διανοούμενοι που διαπνέονται από φιλελεύθερες ιδέες δυσπιστούν προς την ιδεολογία, αλλά έχουν πολύ άδικο. Γιατί, αν εγκαταλείψουμε το πεδίο της ιδεολογίας, το καταλαμβάνουν αμέσως κάποιοι άλλοι. Σ’ αυτήν άλλωστε την καλή κατανόηση των ιδεολογικών μηχανισμών οφείλουν οι σοσιαλιστές την πλεονεκτική τους θέση εδώ και έναν τουλάχιστον αιώνα. Απόκειται λοιπόν στους φιλελεύθερους να ανακτήσουν τον χώρο των ιδεών».
Αυτά έγραφε το 1985 ο Γάλλος φιλελεύθερος φιλόσοφος Guy Sorman στο βιβλίο του Το Ελάχιστο Κράτος (Ροές, Αθήνα, 1986).
Και πράγματι στον στόχο της «ανάκτησης του χώρου των ιδεών» ενάντια στον «σοσιαλκρατισμό» παραμένει προσηλωμένος μέχρι και σε πρόσφατα άρθρα του. Στο Κράτος Πρόνοιας, Αναπαύσου Εν Ειρήνη επαινεί τις προσπάθειες Κάμερον - Όζμπορν να αναμορφώσουν το βρετανικό σύστημα πρόνοιας διαλύοντας τις εναπομείνασες «οικουμενικές παροχές» στην κατεύθυνση στοχευμένων παροχών αποκλειστικά στους «εγκεκριμένους φτωχούς». Το βασικό του επιχείρημα είναι πως το κράτος πρόνοιας έχαιρε αποδοχής εξαιτίας της συμμαχίας του με τη μεσαία τάξη. Εμμένοντας στην άποψη ότι ήταν η μεσαία τάξη και όχι οι φτωχοί που επωφελούνταν, ο Sorman ελπίζει ότι με την κατάργηση τέτοιων παροχών (π.χ. του επιδόματος παιδιού, που, σύμφωνα με τις μετρήσεις του, μεταβιβάζεται κατά 42% στη μεσαία τάξη και σε πλούσιες οικογένειες), η κυβέρνηση θα κατορθώσει να δείξει στον κόσμο «την αδικία του κράτους πρόνοιας». Κυρίως όμως, αναφέρει ο Sorman, αν έπρεπε να πειστούμε πως το κράτος πρόνοιας θα μας προστατεύει «από την κούνια ώς τον τάφο», όπως ήθελε ο Λόρδος Μπέβεριτζ, οι Κάμερον και Όζμπορν επιτέλους μας επιτρέπουν «να σταθούμε στα πόδια μας».
Οι προσπάθειες «ανάκτησης του χώρου των ιδεών», όπως το θέτει ο Sorman, ξεκίνησαν ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, για λόγους συνυφασμένους με την κρίση του εθνικοκρατικού, κορπορατιστικού κεϋνσιανισμού στη Δ. Ευρώπη, η οποία ωστόσο προβλήθηκε ως «κρίση υπερβολικής δημοκρατίας», «υπερφόρτισης» και «ακυβερνησίας». Αρκεί κανείς να ανατρέξει στην αναφορά της Τριμελούς Επιτροπής (1975), αποτελούμενης από τους S. Huntington, M. Crozier, και J. Watanuki, οι οποίοι καλούσαν τις συντηρητικές πολιτικές ελίτ να αντιμετωπίσουν τις -«πολύ πιο επικίνδυνες από τις εξωγενείς»- «ενδογενείς προκλήσεις»: τη νεολαία που στράφηκε από τις εργασιοκεντρικές αξίες στην κοινωνική αταξία, τις συνδικαλιστικές ομάδες που ζητούσαν από το κράτος περισσότερα απ’ όσα αυτό μπορούσε να δώσει, την ανευθυνότητα, την υπερβολική πολιτική συμμετοχή, τις υπέρμετρες κοινωνικές δαπάνες κ.ά. (βλ. The Crisis of Democracy: Report on the Governability of Democracies).
Πιο σύγχρονες εκδοχές της φιλελεύθερης ανάκτησης του πεδίου των ιδεών αναζητούν να τεκμηριώσουν επιστημονικά την υποχώρηση του κράτους, όπως π.χ. στο Η Άνοδος και η Πτώση του Κράτους (Τουρίκης, Αθήνα, 1999) του Ισραηλινού ιστορικού Martin Van Creveld. Ενδελεχώς αναλύεται η ιστορική συγκρότηση του κράτους: η προϊστορία του έως το 1300, η ανάδυση του μέσα από συγκρούσεις με την εκκλησία και τους αυτοκράτορες (1300-1648), η διαμόρφωση των νεωτερικών του χαρακτηριστικών (υποδομές, γραφειοκρατία, μονοπώληση της φυσικής βίας, δικαιολογητική του κράτους πολιτική θεωρία) (1648-1789), το «κράτος ως ιδεώδες» (1789-1945) και η «εξάπλωση του κράτους» ώς το 1975. Αλλά, παρά τη μακρά του πορεία, από το 1975 και πέρα, το Δυτικό κράτος αίφνης παρακμάζει οριστικά και αμετάκλητα, εξαιτίας λόγων όπως η «εξαφάνιση του μείζονος διακρατικού πολέμου», η «υποχώρηση του κράτους πρόνοιας» και η «διεθνοποίηση της τεχνολογίας».
Όμως, αυτό που υποχωρεί από το 1975 δεν είναι το κράτος στον ιδεότυπό του, όπως υποστηρίζει ο Creveld, αλλά το κράτος ως κράτος πρόνοιας, έτσι όπως αυτό εξισορροπούσε τις αξιώσεις αναπαραγωγής του καπιταλισμού με αυτές της κοινωνίας, εντός ενός διαρκώς εύθραυστου κορπορατισμού ανάμεσα σε κεφάλαιο, εργασία και κράτος. Στον «γενναίο κόσμο που μας περιμένει», «πέρα από το κράτος», αναφέρει ο Creveld, οι συνθήκες για το κάθε άτομο θα εξαρτώνται «από το φύλο του, την κοινωνική του θέση, το επάγγελμά του, τους δεσμούς του με διάφορους οργανισμούς κ.ο.κ.».
Τέτοιες θέσεις, όμοιες με αυτές της Τριμελούς Επιτροπής και του Sorman, είναι ενδεχομένως και ο λόγος της θερμής υποδοχής που έτυχε το βιβλίο του Creveld από το Ινστιτούτο Ludwig von Mises. Σύμφωνα με τον D. Gordon, επιμελητή έκδοσης του Mises Review (τεύχ. 6, νούμ. 2, 2000), ο Creveld «κάνει κατανοητές τις καταστροφικές συνέπειες που είχε το κράτος για την ανθρώπινη ζωή». Γι’ αυτό ευελπιστεί ο Gordon ότι «αν ο Creveld έχει δίκιο, μπορούμε πλέον να πανηγυρίσουμε την απελευθέρωσή μας από τον καρκίνο του κράτους».
Έτσι, σε συγχορδία με το οικονομικό Zeitgeist, οι νεοφιλελεύθερες «ανακτήσεις του χώρου των ιδεών» εν τέλει επιζητούν: Αυτοευθύνη για την υγεία, την οικογενειακή και κοινωνική μέριμνα και την εκπαίδευση˙ συντριβή της συνδικαλιστικής δράσης˙ υπακοή στην κατάλληλη για την παρούσα φάση του καπιταλισμού μορφή της δημοκρατίας, δηλαδή στη φιλελεύθερη-επιχειρηματική έναντι της εξισωτικής-κοινωνικής˙και αποδοχή ενός κράτους που δεν εξυπηρετεί παρά τα ταξικά συμφέροντα επιχειρηματικών ολιγαρχιών και δεν προασπίζει παρά την αστυνομική καταστολή, τον νόμο και την τάξη.
Πηγή: Η Αυγή
Δημοσιεύτηκε στις 26/01/2012
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire