Ο Χέμινγκγουεϊ της καθημερινότητας
Νέα, ψηφιοποιημένα προσωπικά έγγραφα του συγγραφέα στη Βιβλιοθήκη Τζον Κένεντι.
Για σαράντα και πλέον χρόνια, από το θάνατό του το 1961 ως το 2005,
η Φίνκα Βίγια παρέμενε ένα φάντασμα του παρελθόντος: η χρόνια
οικονομική δυσπραγία της Κούβας είχε ως αποτέλεσμα σκόνη δεκαετιών να
συσσωρεύεται στον τελευταίο δίσκο του Γκλεν Μίλερ που ο Χέμινγκγουεϊ
είχε αφήσει πάνω στο πικάπ, μισοτελειωμένα μπουκάλια βερμούτ στον ήλιο
και χιλιάδες έγγραφα να επιβιώνουν οριακά στη ζέστη και την υγρασία του
υπογείου. Χρειάστηκε η δημιουργία του Ιδρύματος Φίνκα Βίγια, μια
πρωτοβουλία της κόρης του εκδότη του Χέμινγκγουεϊ, προκειμένου να
βρεθούν κονδύλια για τη συντήρηση της οικίας και των περιεχομένων της.
Τα 2.500 έγγραφα που προστέθηκαν στη Συλλογή Χέμινγκγουεϊ
συνιστούν ένα δεύτερο φόρτο υλικού μετά τον πρώτο, ο οποίος
χρονολογείται από το 2008. Εδώ δεν θα συναντήσει κανείς τα αναπάντεχα
λογοτεχνικά ευρήματα εκείνου (όπως ένα εναλλακτικό τέλος του
μυθιστορήματος «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα»), θα ανακαλύψει όμως την
έντονη αίσθηση μιας περασμένης καθημερινότητας μέσα από αποκόμματα
εφημερίδων, ευχετήριες κάρτες, τηλεγραφήματα, εισιτήρια ταυρομαχιών,
ασφαλιστικά συμβόλαια, τραπεζικά βιβλιάρια, διαβατήρια, γράμματα και
ιδιόχειρα σημειώματα. «Είμαστε ευγνώμονες», δήλωσε στους «New York
Times» η επιμελήτρια της συλλογής, Σούζαν Ριν, «αλλά αν έπρεπε να ζήσει
κανείς με όλα αυτά θα τρελαινόταν».
Αταξινόμητα ως επί το πλείστον, τα εφήμερα του Χέμινγκγουεϊ
υπενθυμίζουν με την τυχαιότητά τους το εύρος των εμπειριών του: άλλοτε
κρατά μια απόδειξη βιβλιοπωλείου, άλλοτε το συγχαρητήριο τηλεγράφημα της
Ινγκριντ Μπέργκμαν για το Νόμπελ Λογοτεχνίας («οι Σουηδοί δεν είναι
τόσο χαζοί τελικά»). Σημαντικά και ασήμαντα, ατάκτως ερριμμένα, όλα μαζί
μοιάζουν να συνθέτουν το πολυδιάστατο πολύχρωμο παζλ μιας ανθρώπινης
ζωής.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire