Πάρτυ ακρίβειας στην Ελλάδα
Ακριβότερη σε βασικά αγαθά παραμένει η Ελλάδα σε σχέση με άλλα
κράτη της Ε.Ε. παρά τη βαθιά ύφεση, την αυξημένη ανεργία και τη μεγάλη
μείωση των εισοδημάτων. Οι τιμές σε προϊόντα που αγοράζουν τα νοικοκυριά
για τη διαβίωσή τους είναι υψηλότερες έως και 297%.
Η «ΗτΣ» παρουσιάζει σήμερα τιμοληψίες του Ινστιτούτου Έρευνας
Λιανεμπορίου και Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) που έγιναν σε 18 προϊόντα,
τα οποία πωλούνται στην Ελλάδα, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ισπανία και τη
Γαλλία. Πρόκειται για κατώτερες και χαμηλότερες τιμές τροφίμων,
απορρυπαντικών, ειδών νοικοκυριού, σνακς, γλυκισμάτων και
οπωροκηπευτικών.Τα αποτελέσματα της σύγκρισης είναι αποκαρδιωτικά καθώς η χώρα μας είναι ακριβότερη σε προϊόντα παρά το γεγονός ό,τι οι καταναλωτές των υπολοίπων τριών χωρών έχουν υψηλότερο εισόδημα.
Ακόμη και όταν οι τιμές της εγχώριας αγοράς αντιπαραβάλλονται με εκείνες της Ισπανίας, η οποία επίσης βρίσκεται σε κρίση, πάλι οι διαφορές είναι σε βάρος των Ελλήνων καταναλωτών.
Αλλά κι όπου είμαστε φθηνότεροι και πάλι η «ψαλίδα» δεν δικαιολογείται με δεδομένες τις μισθολογικές και οικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα. Έτσι, στην ελληνική αγορά ο χυμός πορτοκαλιού πωλείται ακριβότερα από 46% έως και 297% σε σχέση με την Ισπανία. Τα φθηνά στη χώρα μας αναψυκτικά τύπου Cola είναι τρεις φορές πάνω (211%) συγκριτικά με το Ηνωμένο Βασίλειο. Εδώ η χαμηλότερη τιμή είναι 0,66 ευρώ και στην Αγγλία μόλις 0,21 ευρώ. Υπερδιπλάσια τιμή (106%) έχει το γάλα στην Ελλάδα έναντι της Γαλλίας και της Ισπανίας. Και σε αυτή τη σύγκριση η μεγάλη διαφορά είναι στις κατώτερες τιμές.
Ακριβότεροι έως και 99% συγκριτικά και με τις άλλες τρεις χώρες είμαστε και στο ψωμί για τοστ, ενώ έως και 51% είναι υψηλότερες οι τιμές στο αραβοσιτέλαιο.
Πάντως, η χώρα μας είναι μεν φθηνότερη στα οπωροκηπευτικά, τα μακαρόνια, στη σοκολάτα και στα χαρτικά, ωστόσο, το εισόδημα του Έλληνα καταναλωτή αφενός δεν μπορεί να... πιάσει αυτές τις τιμές και αφετέρου η διαφορά είναι μικρή σε σχέση με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη.
Το ΙΕΛΚΑ στην έρευνα τιμών έχει συμπεριλάβει και τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, ενώ έχει υπολογιστεί και ο ΦΠΑ. Με την αφαίρεση του ΦΠΑ η χώρα μας γίνεται πιο φθηνή, ωστόσο, παραμένουν οι τιμές σε υψηλά επίπεδα.
Τα κύρια αίτια που «φουσκώνουν» τις τιμές στην ελληνική αγορά, είναι:
1) Οι υψηλοί συντελεστές ΦΠΑ.
Στην Ελλάδα οι συντελεστές είναι 13% και 23%, ανάλογα με το είδος, στη Γαλλία οι αντίστοιχοι είναι 5,5%, 7% και 19,6%, στην Ισπανία 8% και 18% και στο Ηνωμένο Βασίλειο 5% και 20%.
2) Τα κόλπα των πολυεθνικών επιχειρήσεων με τα οποία «φουσκώνουν» τις τιμές και τα κόστη τους για να εμφανίζουν αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα και να αποφεύγουν τη φορολόγηση.
Οι υπηρεσίες του υπουργείου Ανάπτυξης από τους ελέγχους που έχουν κάνει στις ενδοομιλικές συναλλαγές των εταιρειών έχουν καταγράψει τα ακόλουθα τεχνάσματα:
Θυγατρικές αγοράζουν από τις μητρικές τους σε υψηλές τιμές προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Οι τιμές είναι «φουσκωμένες» για να παρουσιάζουν μεγάλο κόστος και να γλιτώνουν τη φορολόγηση κερδών στη χώρα μας.
Μία θυγατρική λιανικής κάνει ειδική συμφωνία αγοράς προϊόντων από θυγατρική προμηθευτικής. Ταυτόχρονα σε παγκόσμιο επίπεδο συμφωνία κάνουν και οι μητρικές. Ωστόσο, το όφελος για τη θυγατρική λιανικής δεν της αποδίδεται αλλά πάει στη μητρική της εταιρεία.
Οι μητρικές εταιρείες χρεώνουν υψηλά royalties (δικαιώματα χρήσης σημάτων) στις θυγατρικές. Οι χρεώσεις είναι υψηλές προκειμένου να αποφεύγουν τη φορολόγηση στην Ελλάδα, εμφανίζοντας υψηλό κόστος.
Οι μητρικές δανείζουν με υψηλό κόστος τις θυγατρικές τους. Έτσι δικαιολογούν αφενός αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα και αφετέρου τις αυξημένες τιμές των προϊόντών τους.
Εταιρείες εμφανίζουν επί σειρά ετών ζημίες και πρόβλημα ρευστότητας. Με τον τρόπο αυτό κέρδη τους μεταφέρονται σε άλλες χώρες όπου δραστηριοποιούνται με χαμηλότερους συντελεστές φορολόγησης.
Οι έλεγχοι στις ενδοομιλικές συναλλαγές που ξεκίνησε το υπουργείο Ανάπτυξης έχουν κολλήσει καθώς οι αντίστοιχες υπηρεσίες του συναρμόδιου υπουργείου Οικονομικών δεν μπορούν να κάνουν από την πλευρά τους, τους ελέγχους λόγω του ό,τι δεν έχει ενεργοποιηθεί η σχετική νομοθεσία.
Οι τελικές τιμές των προϊόντων διαμορφώνονται σε ποσοστό 10% με 15% από τα κόστη των μεταφορών. Το κλειστό επάγγελμα των μεταφορέων, τα εμπόδια στην ίδρυση εμπορευματικών κέντρων, η μη χρήση των σιδηροδρόμων για τη διακίνηση των προϊόντων και άλλες αγκυλώσεις σε συνδυασμό και με τη γεωλογική μορφή της Ελλάδας (νησιά, βουνά) επιβαρύνουν σημαντικά τις επιχειρήσεις. Είναι χαρακτηριστικό πως η μεταφορά ενός κιβωτίου προϊόντων από τον Πειραιά στο Ηράκλειο είναι ακριβότερη σε σχέση με το δρομολόγιο Ολλανδία - Ελλάδα. Άλλο ένα παράδοξο είναι ότι ενώ στα φορτηγά - ψυγεία Δ.Χ. επιτρέπεται η μεταφορά και ξηρών φορτίων στα αντίστοιχα οχήματα Ι.Χ. απαγορεύεται.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire