ΗΠΑ και Κίνας
Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Μέσα στις επόμενες έξι εβδομάδες, η επί του παρόντος μοναδική και η αναδυόμενη υπερδύναμη του πλανήτη θα έχουν διαλέξει τους ηγέτες που θα τις οδηγήσουν σε αχαρτογράφητες θάλασσες τα επόμενα χρόνια. Η Αμερική στις προεδρικές εκλογές της 6ης Νοεμβρίου και η Κίνα στο 18ο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος, πιθανότατα λίγο νωρίτερα. Η εσωτερική πολιτική δεν είναι ο μόνος παράγοντας αστάθειας στις σχέσεις μεταξύ των δύο μεγάλων δυνάμεων. Αν και επισκιάσθηκαν δημοσιογραφικά από την κρίση στις σινοϊπωνικές σχέσεις γύρω από κάποιες διαφιλονικούμενες βραχονησίδες, δύο δυσοίωνες εξελίξεις της περασμένης εβδομάδας έκαναν πολλούς να αναρωτηθούν μήπως ο γάμος συμφέροντος μεταξύ Αμερικής και Κίνας έχει ημερομηνία λήξης.
Τη Δευτέρα, η κυβέρνηση Ομπάμα προσέφυγε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) εναντίον της Κίνας, κάνοντας λόγο για αθέμιτο ανταγωνισμό στο πεδίο της αυτοκινητοβιομηχανίας, με παράνομες επιδοτήσεις των εξαγωγών της. Λίγο αργότερα, το κινεζικό υπουργείο Εμπορίου ανακοίνωσε ότι η Κίνα πρόκειται να προσφύγει με τη σειρά της εναντίον της Αμερικής στον ΠΟΕ, επικαλούμενη σειρά παραβάσεων εις βάρος των συμφερόντων της. Ακόμη και μακρινό, το ενδεχόμενο ενός εμπορικού πολέμου ανάμεσα στους δύο βασικούς πυλώνες της παγκοσμιοποίησης έστειλε ρίγη ανησυχίας στις διεθνείς αγορές.
Ασφαλώς η σκλήρυνση της Ουάσιγκτον δεν είναι άσχετη με την προεκλογική αναμέτρηση Ομπάμα – Ρόμνεϊ. Λίγες ώρες μετά την κατάθεση της προσφυγής στον ΠΟΕ, ο Αμερικανός πρόεδρος εκφωνούσε ομιλία στο Οχάιο, μια από τις ταλαντευόμενες, μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, μεσοδυτικές πολιτείες που θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην έκβαση της αναμέτρησης. Ακριβώς αυτές οι πολιτείες αποτελούν την καρδιά της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, την οποία διέσωσε η κυβέρνηση Ομπάμα στο ζενίθ της κρίσης, χάρη στη δυναμική παρέμβαση του κράτους. Προκειμένου να ακυρώσει το ατού του αντιπάλου του, ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος επιμένει να εμφανίζει τον Ομπάμα ως ενδοτικό έναντι της Κίνας, εις βάρος της αμερικανικής βιομηχανίας. Σε αυτό το φόντο, η προσφυγή στον ΠΟΕ λειτούργησε κατά κάποιο τρόπο σαν προστατευτική ασπίδα του Δημοκρατικού προέδρου.
Πριν και μετά τις εκλογέςΓενικότερα, το παιχνίδι «ποιος από τους δύο είναι πιο σκληρός απέναντι στην Κίνα» έχει παιχτεί πολλές φορές στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές προς άγραν ψήφων. Το έπαιξαν ο Κλίντον εναντίον του πατρός Μπους, ο υιός Μπους εναντίον του Γκορ και ο ίδιος ο Ομπάμα εναντίον του Μακέιν. Από τη στιγμή, όμως, που οι εκλογές είχαν πλέον κριθεί, ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου εγκατέλειπε τις αντικινεζικές του διακηρύξεις και έτεινε χείρα φιλίας στον μεγάλο «στρατηγικό εταίρο της Αμερικής». Τίποτα δεν εγγυάται, ωστόσο, ότι αυτή η παράδοση θα συνεχίζεται επ’ άπειρον. Πολύ περισσότερο που η Ουάσιγκτον διαπιστώνει σταδιακά, όσο και οδυνηρά, ότι η (κατ’ όνομα) κομμουνιστική Κίνα αναδεικνύεται στον υπ’ αριθμόν ένα κερδισμένο από την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, την οποία η ίδια η Αμερική ευαγγελίζεται.
Ταυτόχρονα με τις εκατέρωθεν προσφυγές στον ΠΟΕ, ένα δεύτερο ρήγμα στις σινοαμερικανικές σχέσεις ενεργοποιήθηκε την περασμένη Δευτέρα. Ο Αμερικανός υπουργός Αμυνας, Λίον Πανέτα, συμφώνησε με την ιαπωνική κυβέρνηση, στο Τόκιο, την εγκατάσταση και δεύτερης αντιπυραυλικής ασπίδας επί ιαπωνικού εδάφους. Αν και οι Αμερικανοί επικαλέσθηκαν την απειλή της Βόρειας Κορέας, οι Κινέζοι δικαιολογημένα υπέθεσαν ότι η κίνηση αυτή στρέφεται βασικά εναντίον τους. Πολύ περισσότερο που εκδηλώθηκε ακριβώς τη στιγμή που η κρίση των βραχονησίδων στη Θάλασσα της Ανατολικής Κίνας βρισκόταν στην κορύφωσή της, γεγονός που εξ αντικειμένου ενίσχυσε την αδιαλλαξία της Ιαπωνίας.
Αλλωστε, δεν ήταν το μοναδικό κρούσμα. Είχαν προηγηθεί, εντός του 2012, η απόφαση της κυβέρνησης Ομπάμα να μεταφέρει τον κύριο όγκο της αμερικανικής ναυτικής δύναμης στον Ειρηνικό Ωκεανό, η νέα πώληση όπλων στην αποσχισθείσα κινεζική επαρχία της Ταϊβάν, η δημιουργία νέας ναυτικής βάσης στην Αυστραλία και η συμφωνία για αύξηση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στις Φιλιππίνες. Κινήσεις, που ενίσχυσαν στο Πεκίνο την αίσθηση της περικύκλωσης, από μια Αμερική που δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την ιδέα της «ειρηνικής ανόδου» μιας νέας υπερδύναμης στο παγκόσμιο στερέωμα.
Aνοδος των εθνικισμώνΤον γύρο του κόσμου έκαναν φωτογραφίες οργισμένων Κινέζων διαδηλωτών να κραδαίνουν πoρτρέτα του Μάο Τσετούνγκ και να εκτοξεύουν μπουκάλια και τούβλα εναντίον γιαπωνέζικων προξενείων, φωνάζοντας «Θάνατος στα γιαπωνέζικα σκυλιά». Γεγονός παραμένει, ωστόσο, ότι η σοβαρή υποτροπή της κρίσης στις σινοϊαπωνικές σχέσεις με αφορμή τις επίμαχες βραχονησίδες πυροδοτήθηκε όχι από το Πεκίνο, αλλά από το Τόκιο.
Η διένεξη για τις εν λόγω βραχονησίδες είναι μια πολύ παλιά ιστορία, που χρονολογείται στο 1895, τη χρονιά που η Ιαπωνία κατέλαβε στρατιωτικά τη νησιωτική επαρχία της Κίνας, Ταϊβάν. Εμεινε σε εκκρεμότητα με τη μεταπολεμική συνθήκη που συνομολογήθηκε μεταξύ Αμερικής και Ιαπωνίας στο Σαν Φρανσίσκο, το 1951, περιμένοντας τη διπλωματική επίλυσή της, μέσω διαπραγματεύσεων, εν ευθέτω χρόνω. Μόλις τους τελευταίους μήνες ξανάρθε, με εκρηκτικό τρόπο, στην επιφάνεια λόγω της εκστρατείας του εθνικιστή κυβερνήτη του Τόκιο, Σιντάρο Ισιχάρα, για εξαγορά των νησίδων από τους ιδιοκτήτες τους και της μονομερούς απόφασης της ιαπωνικής κυβέρνησης, στις 11 Σεπτεμβρίου, να τις «εθνικοποιήσει» (για τους Κινέζους, να τις προσαρτήσει).
Η οικονομική αποτελμάτωση και η κυβερνητική κρίση λιπαίνουν το έδαφος που θρέφει τον εθνικισμό στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου. Η χώρα βαδίζει προς πρόωρες εκλογές, τις οποίες θα κερδίσει κατά πάσα βεβαιότητα το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Από τους πέντε υποψηφίους που διεκδικούν το πρωθυπουργικό χρίσμα, οι τρεις επικρατέστεροι είναι γνωστοί για τις εθνικιστικές, επιθετικά αντικινεζικές θέσεις τους, προκαλώντας ανησυχία όχι μόνο στην Κίνα, αλλά και στις συμμάχους των Αμερικανών, Νότια Κορέα και Ταϊβάν.
Πηγή: Η Καθημερινή
Δημοσιεύτηκε στις 23/09/2012
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire