Κοινότητες ξεχασμένες
ξαναμπαίνουν στον χάρτη της Κύπρου μετά τα οδικά έργα
Της Ντόρας Χριστοδούλου
Μια τεράστια και πανέμορφη έκταση που περικλείεται από ποταμούς και που έχει μπροστά της την οροσειρά του Τροόδους. Η κοιλάδα των ποταμών Διαρίζου, Ξερού και Έζουσας, μπήκε τα τελευταία χρόνια στην καθημερινότητα των Παφιτών μετά την υλοποίηση των δύο μεγάλων οδικών έργων που πλέον ενώνουν την ανατολική περιοχή της Πάφου και κυρίως τις εγκαταλελειμμένες παραποτάμιες κοινότητες με τα ορεινά θέρετρα του Τροόδους.
Μέχρι την ολοκλήρωση των δύο αυτών οδικών αξόνων, τις χάρες των κοινοτήτων που εκτείνονται από τα Χολέτρια μέχρι την Αρμίνου και τον Άη Γιάννη, χαίρονταν μόνο οι λιγοστοί κάτοικοι και απόδημοι καθώς και οι φυσιολάτρες, που ενημερωμένοι για την άγρια ομορφιά του φυσικού τοπίου, δεν δίσταζαν να ανηφορήσουν στην περιοχή, έστω και μέσω των κακοτράχαλων δρόμων.
Τα βελτιωτικά οδικά έργα, καθώς και η σύσταση και δραστηριοποίηση του φορέα για την ανάπτυξη των κοινοτήτων, έχουν βάλει τα λίγα τελευταία χρόνια για τα καλά στον χάρτη κοινότητες ξεχασμένες, όπως τα Κελοκέδαρα, η Σαλαμιού, η Αρμίνου, τα Μέσανα, η Πενταλιά και πολλές άλλες.
Η σχετικά μακρινή απόσταση της περιοχής αυτής από τα αστικά κέντρα της Πάφου και της Λεμεσού ισοσκελίζεται και με το παραπάνω από τις εικόνες που αντικρίζει ο επισκέπτης φθάνοντας στα χωριά της περιοχής. Χωριά που διατηρούν ακόμη το άρωμα της Κύπρου περασμένων δεκαετιών.
Σημαντικότερο αξιοθέατο της περιοχής, είναι αναμφίβολα το μοναστήρι της Παναγίας του Σίντη, που βρίσκεται νοτιοανατολικά του χωριού Πενταλιά. Είναι κτισμένο σε μια κοιλάδα, στη δυτική όχθη του χειμάρρου Ξεροπόταμος, στη συμβολή του με το Αργάκι του Σίντη.
Οι ιστορικές πηγές για τη μονή είναι ελάχιστες. Πότε ακριβώς ιδρύθηκε δεν είναι γνωστό. Από μερικά οθωμανικά και ελληνικά έγγραφα προκύπτει ως κατώτερο χρονολογικό όριο ύπαρξης της μονής ο 16ος αιώνας. Αρχικά, η Παναγία του Σίντη πιθανόν να ήταν αυτοτελής μονή. Από τις αρχές της τουρκοκρατίας αγοράστηκε από τη μονή του Κύκκου και μετατράπηκε σε μετόχι της. Το μοναστήρι παρέμεινε σε λειτουργία μέχρι το1927.
Μετά τη χρονολογία αυτή, εγκαταλείφθηκε και, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η κτηματική του περιουσία πωλήθηκε σε κατοίκους γειτονικών χωριών.
Η εκκλησία είναι αφιερωμένη στην Παναγία και χρονολογείται στο 16ο αιώνα. Ανήκει στον τύπο του φραγκοβυζαντινού μονόχωρου ναού με τρούλους. Τα μοναστηριακά κτίσματα, που είναι πετρόκτιστα, μονώροφα και διώροφα με κάτοψη σχήματος Π περιβάλλουν την εσωτερική λιθόστρωτη αυλή από τα ανατολικά, βόρεια και δυτικά. Η σημερινή είσοδος του μοναστηριού βρίσκεται στα ανατολικά, ενώ η αρχική θολωτή είσοδος της Μονής βρισκόταν στα βόρεια.
Η εγκατάλειψη του μοναστηριού τα προηγούμενα χρόνια οδήγησε στη βαθμιαία κατάρρευση αρκετών
Χρησιμοποιήθηκαν παραδοσιακά υλικά και τεχνικές και η χρήση σύγχρονων υλικών περιορίστηκε στο ελάχιστο. Τα νεότερα τμήματα ενσωματώθηκαν αρμονικά στο σύνολο, αλλά διακρίνονται από τα αυθεντικά μέρη. Το μοναστήρι βραβεύτηκε με το τιμητικό δίπλωμα της Εuropa Νostra 1997, για την αποκατάστασή του με τη χρήση ορθών τεχνικών μεθόδων και για τη διατήρηση του αρχικού χαρακτήρα των ερειπίων. Αποτελεί πλέον ένα ανοιχτό μουσειακό-αρχαιολογικό χώρο.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire