ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΕΠΑΦΗ

Το ιστολόγιο Πενταλιά πήρε το όνομα
από το όμορφο και ομώνυμο χωριό της Κύπρου.
Για την επικοινωνία μαζί μας
είναι στη διάθεσή σας το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο:
pentalia74@gmail.com

mercredi 26 décembre 2012

Γλιτώσαμε από τη... συντέλεια του κόσμου, ενώ γέμισαν τις τσέπες τους με δολάρια και ευρώ οι ανά την υφήλιο κομπιναδόροι, που πούλαγαν κομποσκοίνια, βίους αγίων και θέσεις σε υπόγεια καταφύγια, για να μη τους βρει το κακό!

Με το καλό

Του Λευτέρη Π. Παπαδόπουλου


Πάνω από δέκα φορές ίσαμε τώρα μ' έχουνε ζώσει τα φίδια ότι «καταστρέφεται ο κόσμος!». Η μάνα μου ήταν εκείνη που μ' έριχνε στο πηγάδι του φόβου. Ο πατέρας μου, χαμπάρι! «Aϊντε, μωρέ Λίζα», της έλεγε, «σταμάτα να λες αηδίες στο παιδί!..». Αλλά το κουμάντο στα σπίτια το κάνουν, ως γνωστόν, οι μανάδες. Γι' αυτό, μόλις σουρούπωνε, μ' έπαιρνε η Λίζα μαζί με τον αδερφό μου και πηγαίναμε να διανυκτερεύσουμε στο Πεδίον του Αρεως, σε μια πλατεία, πίσω από το άγαλμα του Κωνσταντίνου! Με κουβέρτες, σεντόνια και μαξιλάρια. Με ζέστη, με κρύο, με βροχή.
Τη μια, γι' αυτό το «πανηγύρι» έφταιγε ο «μεγάλος σεισμός» που «θα γίνει τα μεσάνυχτα!». Της τό 'χε πει η φίλη της η Κική, που ήταν πολύ άσχημη και... μάγισσα! Την άλλη «θα ξεκόλλαγαν από τον ουρανό καμιά εκατοστή αστέρια και θα πέφτανε στην κεφάλα μας», στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα - μεγάλη η χάρη του!». Την τρίτη γιατί «θα μας βομβάρδιζαν οι Γερμανοί και δε θα 'μενε ρουθούνι».
Η υπέροχη, η εύπιστη μάνα μου, που είχε έρθει από το Νοβοροσίσκ, το 1924, μαζί με χιλιάδες πρόσφυγες και δούλευε σε σπίτια, καθαρίστρια, από οκτώ χρονών κοριτσάκι, για ένα πιάτο φαΐ κι ένα κρεβάτι στο πλυσταριό! Επιζήσαμε όμως. Μας λυπήθηκε «ο καλός Θεός» και δεν μας έλουσε με φωτιά, να καούμε σαν λαμπάδες. Ετσι και την Παρασκευή! Γλιτώσαμε από τη... συντέλεια του κόσμου, ενώ γέμισαν τις τσέπες τους με δολάρια και ευρώ οι ανά την υφήλιο κομπιναδόροι, που πούλαγαν κομποσκοίνια, βίους αγίων και θέσεις σε υπόγεια καταφύγια, για να μη τους βρει το κακό!

Παραμονή Χριστουγέννων. Κάποτε, για μένα και όλα τα παιδιά της γειτονιάς, φουκαριάρικα κι αυτά, ήταν η «μεγάλη γιορτή». Γιατί θα παίρναμε σβάρνα όλα τα σπίτια της συνοικίας και με το τριγωνάκι στο χέρι θα ψέλναμε τα κάλαντα, με τις προεφηβικές, γεμάτες φαλτσαδούρα και γρέζι, φωνές μας. Στα φτωχόσπιτα μάς δίνανε κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Στα πλουσιόσπιτα μάς διώχνανε...«μας τά 'παν άλλοι» φώναζαν πίσω από τα κλειστά παντζούρια. Αλλά εμείς επιμέναμε. Με την ελπίδα ότι θ' ανοίξει μια πόρτα κι ένα συμπαθητικό χέρι θα αφήσει στην παλάμη μας ένα φραγκάκι - ένα πενηνταράκι έστω. Το βράδυ, πάντως, όταν τελείωνε το γυρολόι, από τη Φωκαίας ώς την Αγίου Μελετίου, τη Στουρνάρα, τη Λιοσίων και τη Μαυροματαίων, μαζεύαμε τα λεφτά και τα γλυκά και κάναμε τη σούμα. Ηταν αξιοπρεπές το «μεροκάματο». Δεν ξέραμε, τότε, από έθιμα και τέτοια. Το «μεροκάματο» μας ένοιαζε. Μόνο. Γιατί τα χρόνια ήταν δύσκολα. Οπως τώρα. Που έχει βγει, επιπλέον, στους δρόμους, μια παγωνιά ψιλή. Που φτάνει ώς το κόκαλο.
Ξεμπερδέψαμε με τη «συντέλεια», με τις διανυκτερεύσεις σε πλατείες, με τους πολέμους, με την πείνα, με τα δάνεια, που πάντα υπήρχαν, και επιζήσαμε. Με τη μελαγχολία στα μάτια. Αλλά, ξαναλέω, επιζήσαμε. Και αύριο, Χριστούγεννα! Με το καλό.

Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire