ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΕΠΑΦΗ

Το ιστολόγιο Πενταλιά πήρε το όνομα
από το όμορφο και ομώνυμο χωριό της Κύπρου.
Για την επικοινωνία μαζί μας
είναι στη διάθεσή σας το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο:
pentalia74@gmail.com

jeudi 29 janvier 2015

Συνέντευξη - Βασίλης Βασιλικός: 60 χρόνια συγγραφικής πορείας..."Τι να καταλάβει από Ευρώπη η Μέρκελ, μια Ανατολικογερμανίδα;"


 
Ο Βασίλης Βασιλικός

«Βασιλικός στο όνομα, αλλά δημοκρατικός στο φρόνημα» μας λέει μεταξύ αστείου και σοβαρού ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός. «Γνώριμη φιγούρα, με το καπέλο και την πίπα στο χέρι, κοσμοπολίτης συγγραφέας και πληθωρική προσωπικότητα», όπως τον χαρακτήρισε ο Αριστοτέλης Σαΐνης στην εκδήλωση που έγινε πριν από λίγες εβδομάδες στο Μέγαρο Μουσικής για τα 60 χρόνια της συγγραφικής πορείας. Δυστυχώς και ευτυχώς, πολλά μεσολάβησαν από τη συζήτησή μας λίγες μέρες μετά την εκδήλωση αυτή, τόσο σε προσωπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Ο Μένης Κουμανταρέας δολοφονήθηκε. Δολοφονήθηκαν δημοσιογράφοι και καλλιτέχνες στη Γαλλία. Γι’ αυτό και ξαναμιλήσαμε.

Ο Κουμανταρέας ήταν κοντινός του φίλος χρόνων. Τραγική ειρωνεία, πως το βιβλίο με τη μεταξύ τους νεανική αλληλογραφία από το 1954 έως το 1960 εκδόθηκε από τον «Τόπο» λίγες μέρες πριν από το συμβάν. Στη Γαλλία ο Βασιλικός έζησε για χρόνια τόσο στη νεότητά του όσο και αργότερα: «Οταν τέτοια αποτρόπαια εγκλήματα γίνονται στην πόλη του Φωτός, σημαίνει ότι επιστρέφουμε στο μεσαιωνικό σκοτάδι», μας είπε.
Ωστόσο, τίποτε δεν φαίνεται να είναι ικανό να τον παρασύρει μακριά από τη γραφή. Γι’ αυτό και στο ερώτημα αν θα γράψει κι άλλο, ήταν σαφής: «Ακόμα στην αρχή είμαστε».
Πράγματι, από την αρχή της συζήτησης έγινε κατανοητό ότι ο ίδιος πιστεύει πως πάντα ξαναγυρίζουμε εκεί που ξεκινήσαμε: «Ο πατέρας μου ήταν με τον Βενιζέλο. Το ’36 έγινε και βουλευτής Καβάλας. Πριν, είχε πάρει μέρος στη μικρασιατική εκστρατεία και κράτησε ημερολόγιο, το οποίο έχω και δημοσιεύσει. Και παντού φαινόταν ως Βασιλικός, ενώ ήταν βενιζελικός. Αυτή η παρανόηση ονόματος και φρονήματος κράτησε για χρόνια. Κάπως έτσι κι εγώ δηλώνω μεν Βασιλικός, αλλά δημοκράτης».
 
Ο Ιβ Μοντάν στο «Z» του Κώστα Γαβρά | 
 
 
Η κουβέντα περνάει στο αρχείο του. Επιστολές και κείμενα, φωτογραφίες, εφημερίδες εποχής, γραπτά άλλων. «Δεκάδες βαλίτσες, γεμάτες με σημειώσεις, ιδέες, ανολοκλήρωτα διηγήματα και μυθιστορήματα, με αλλεπάλληλες εκδοχές. Πάντα μετακομίζαμε, οπότε όλος αυτός ο όγκος κάπου έπρεπε να μείνει μόνιμα. Σήμερα ένα μέρος από αυτά αποτελούν τη “Συλλογή Βασίλη Βασιλικού”, η οποία φιλοξενείται στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης. Εκεί μπορεί να ψάξει κάποιος αν θέλει να μελετήσει τη δολοφονία Λαμπράκη, για παράδειγμα». Ενα άλλο αρχειακό κομμάτι της συλλογής του με συνεντεύξεις και ιστορίες Ελλήνων μεταναστών, ντοκουμέντα και έρευνες, τεκμήρια και φωτογραφίες φυλάσσεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. «Εκεί υπάρχει και πλούσιο υλικό για την υπόθεση Πολκ, που ακόμη μένει ανεξιχνίαστη. Ετυχε μάλιστα ο πατέρας μου να είναι συνήγορος υπεράσπισης του δημοσιογράφου Γρηγόρη Στακτόπουλου, ενός εκ των κατηγορηθέντων για τη δολοφονία. Φυσικά, δεν ήταν αυτός... Από όλα αυτά όμως το πιο συγκινητικό για μένα είναι πως η Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας, στην οποία χάρισα 10.000 τόμους, μετονομάστηκε σε “Βιβλιοθήκη Βασίλη Βασιλικού” πριν από δύο χρόνια και πολύ το χάρηκα. Το να σε αναγνωρίζουν στη γενέτειρά σου είναι συνήθως το πιο δύσκολο».
Το περίεργο είναι πως εξαιτίας της εμμονής με τη γραφή του Βασιλικού υπάρχει ένας τεράστιος όγκος συγγραφικού έργου, ενώ δεν διαθέτουμε μια ολοκληρωμένη εργογραφία του. Γι’ αυτό και ο ίδιος θεωρεί την πρόσφατη έκδοση του βιβλίου «Περί λογοτεχνίας και άλλων δαιμονίων» (εκδόσεις Gutenberg) πολύ σημαντική. Το βιβλίο παρουσιάζει και άλλες πλευρές του συγγραφικού του έργου, μέσα από ποικιλόμορφα κείμενα, γραμμένα με διάφορες αφορμές και στόχους, σε εφημερίδες, περιοδικά ή σύμμικτους τόμους, που καλύπτουν την 60 χρόνων παρουσία του στον χώρο των νεοελληνικών γραμμάτων (1952-2012).
«60 χρόνια γραφής και ανάγνωσης», όπως μας λέει ο ίδιος και έχει βάλει και σαν υπότιτλο στο βιβλίο: «Το “γραφής” είναι κατανοητό. Το “ανάγνωσης” ήταν και αυτό απαραίτητο, καθώς πάντα με επηρέαζαν τα μεγάλα έργα στα γραπτά μου. Μπορώ να πω ότι πίσω από τα 120 βιβλία μου υπάρχουν 120 εμπνεύσεις από αντίστοιχο αριθμό αναγνωσμάτων, που δρούσαν μέσα μου ως πρότυπα».
Υστερα από τέτοια πολύχρονη πορεία και πολυσχιδή ενασχόληση (λογοτεχνία, ποίηση, κινηματογράφος, τηλεόραση, θέατρο, δημοσιογραφία), στ’ αλήθεια τι θα ήθελε να πει ο ίδιος τώρα και τι θα ήθελε να λένε οι άλλοι για εκείνον: «Λίγο-πολύ κάλυψα με τα βιβλία μου -ασχέτως αν είναι καλά ή κακά - το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Θέλησα να δώσω μια τοιχογραφία του τι συνέβη σ’ αυτό τον τόπο αυτά τα τελευταία 50, 60 χρόνια. Ξαναλέω, δεν ξέρω αν είναι καλά ή κακά. Αλλά, αυτή ήταν η πρόθεσή μου. Οσο για το τι θα ήθελα να λένε, το μόνο που θέλω είναι να είμαι εδώ να τα ακούω», λέει αστειευόμενος.
Ο παραγωγικότατος συγγραφέας των 120 αυτοτελών τίτλων, της περίφημης «Τριλογίας: Το Φύλλο. Το Πηγάδι. Τ’ αγγέλιασμα», των «Λωτοφάγων», του «Γλαύκου Θρασάκη» κ.ά., για το περίφημο «Ζ», που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Κώστα Γαβρά, παραδέχεται πως αυτό είναι ίσως το πλέον γνωστό του έργο. Ωστόσο, αν ο ίδιος επέλεγε ένα γράμμα που να τον χαρακτηρίζει αυτό θα ήταν το «Β»: «Γιατί είναι τα δύο δικά μου αρχικά και το αρχικό του ονόματος της γυναίκας μου, Βάσως... Βέβαια το “Ζ” υπήρξε καθοριστικό σημείο στη ζωή μου».
Το «Ζ» εκδόθηκε για πρώτη φορά στα μέσα της ταραγμένης δεκαετίας του 1960. Ωστόσο, ο Βασιλικός έκανε την επίσημη εμφάνισή του στην ελληνική λογοτεχνία με τη νουβέλα «Η διήγηση του Ιάσονα» το 1953. «Είχα πολύ επηρεαστεί από τον Αντρέ Ζιντ. Θυμάμαι τη μέρα που πέθανε, το 1951. Ημουν μαθητής στο Γυμνάσιο τότε. Εγραψα τον Ιάσονα βασισμένος, επηρεασμένος, εμπνεόμενος, όπως θέλετε πείτε το, από τον “Θησέα” του Ζιντ. Και όχι μόνο δεν το κρύβω, αλλά είμαι και περήφανος για τις νοητικές αυτές προσωπικές παραπομπές μου»
Από εκείνα τα πρώτα έργα στο σήμερα, εξήντα χρόνια αδιάλειπτης συγγραφικής παρουσίας, μυθιστορηματικών αναζητήσεων, πνευματικών παρεμβάσεων και συνεχούς σχολιασμού της ελληνικής και ευρωπαϊκής κοινωνίας και ιστορίας, δεν είναι και λίγο. Κι όμως, κάποια πράγματα επανέρχονται με τον ίδιο τρόπο: «Το “Ζ” μεταφέρθηκε στο θέατρο από το Εθνικό και οι παραστάσεις παίζονταν τις μέρες της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα», θυμάται ο συγγραφέας. «Από τους ηθοποιούς ακουγόταν “Ο Λαμπράκης ζει” και το κοινό απαντούσε “Ο Φύσσας ζει”. Δηλαδή, το ότι υπήρξε μια αντιστοιχία μεταξύ δύο δολοφονιών, που τις χωρίζουν πενήντα χρόνια, δεν σημαίνει πως είναι ίδιες οι συνθήκες τότε και τώρα, που δεν είναι βέβαια, αλλά πως ο σκληρός πυρήνας ενός παρακράτους που υπήρχε τότε, σήμερα υλοποιήθηκε με τον σκληρό πυρήνα της Χρυσής Αυγής».
«Ο Λαμπράκης ζει» ήταν και ο αρχικός τίτλος του βιβλίου. Το μυθιστόρημα-ντοκουμέντο για τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963 γράφτηκε εν θερμώ από τον συγγραφέα σχεδόν παράλληλα με την εξέλιξη των γεγονότων και της δίκης που συντάραξε την Ελλάδα. «Δεν μπορούσα να αφήσω αυτόν τον τίτλο. Επρεπε να αλλάξω όλα τα ονόματα. Τότε ήταν ο καιρός της δίκης των υπαιτίων της δολοφονίας Λαμπράκη και καθώς διάβαζα την εφημερίδα, είδα την είδηση πως συνελήφθη ένας κηπουρός στο Περιστέρι διότι φύτεψε πανσέδες και ζουμπούλια στον δημοτικό κήπο, με τέτοιο τρόπο που σχημάτιζαν το γράμμα “Ζ”. Και τότε βρήκα τον τίτλο μου. Από έναν κηπουρό προέκυψε και το εξωφρενικό γεγονός αυτής της σουρεαλιστικής σύλληψης».
Πολύ προσεκτικός στον λόγο του, εξηγεί πως «δεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε λέξεις που καλύπτουν την πραγματικότητα. Να μην ονομάζουμε «ανθρωπιστική βοήθεια» τους βομβαρδισμούς ή «οικονομική βοήθεια» τους νέους φόρους. Οσο για τη σημερινή κατάσταση έχω μία φωτογραφία να περιγράψω που τα λέει όλα: μία λεμονόκουπα με το κεφάλι της Μέρκελ και ένας λεμονοστύφτης. Και με υποσημείωση ότι η κυρία αυτή προέρχεται από την Ανατολική Γερμανία, δεν είχε ακούσει τίποτε περί Ευρώπης και ήταν μία γυναίκα ικανή στην επιστήμη της ως φυσικός. Ο ίδιος ο Κολ, που την ανέδειξε, έχει δηλώσει πως από την Ευρώπη δεν είχε ιδέα. Ούτε αυτή ούτε ο Σόιμπλε έχει καταλάβει τι λάθος έχουν κάνει, γιατί δεν ξέρουν τι σημαίνει Ε.Ε. Οι πολιτικές τους είναι ανάλγητες για χώρες όπως η δική μας».
Από την άλλη, δηλώνει μάλλον αισιόδοξος: «Εχουμε περάσει πολύ χειρότερα. Το ιδιάζον στην περίπτωσή μας είναι ότι δεν είχε εντοπιστεί εγκαίρως η αρρώστια. Αυτό που προέκυψε δεν είναι σαν το κραχ του ’29. Σε μας δόθηκε λάθος θεραπεία. Οταν τον 12ο αιώνα, Αραβας οικονομολόγος λέει πως με ύφεση δεν υπάρχει ανάπτυξη, τι συζητάμε από κει και πέρα; Δεν το καταλαβαίνουν; Πάντως θα το ξεπεράσουμε, γιατί έχω δει και έχω ζήσει πολύ χειρότερα. Δεν δηλώνω αισιόδοξος του τύπου “βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο”. Αυτά τα θεωρώ παλιακούρες. Καλύτερα νομίζω με εκφράζουν οι στίχοι από το ποίημά μου “Επίλογος”: “Δεν υπάρχει ποίηση, εκεί που δεν υπάρχει ελπίδα. Ολοι οι μεγάλοι ποιητές ήταν μεγάλοι αισιόδοξοι που γνώριζαν ακριβώς το μήκος κάθε τούνελ, το μήκος κάθε μοναξιάς”. Προτιμώ να μιλώ με στίχους. Ως ποιητής, εξάλλου, ξεκίνησα. Η ποίηση βασίζεται στη γλώσσα, που η ελληνική μετράει ήδη 3.000 χρόνια, ενώ η πεζογραφία βασίζεται στην κοινωνία - που στην Ελλάδα, ελεύθερη, μετράει μόλις 180 χρόνια».

Οι άνθρωποι κάνουν τη διαφορά

«Ο Απόστολος Παύλος στη φυλακή των Φιλίππων» ήταν το πρώτο θεατρικό του έργο. Παίχτηκε το 1954 στο ραδιόφωνο σε διασκευή του Ν. Γκάτσου με τον Χατζιδάκι να γράφει τη μουσική τη στιγμή που διάβαζαν το κείμενο οι ηθοποιοί.
«Σήμερα, όχι, δεν νομίζω πως ένας νέος σε αντίστοιχη ηλικία θα έχει τις ίδιες ευκαιρίες», διευκρινίζει. « Οχι όμως γιατί έχουν αλλάξει οι εποχές. Κι εγώ τότε, θυμάμαι, δεν είχα τις 200 δραχμές να αγοράσω μια κασέτα να γράψω το ραδιοφωνικό αυτό ντοκουμέντο, και δεν το βρήκα ποτέ. Αυτό που έχει αλλάξει, κυρίως, είναι οι άνθρωποι. Γνώρισα τον Χατζιδάκι και αυτό άλλαξε πολλά στη ζωή μου. Οι άνθρωποι κάνουν τη διαφορά, δυστυχώς ή ευτυχώς».

Μια ιστορία από τη χούντα

Πώς οι ασφαλίτες γευμάτισαν με το «Ζ»

Οταν είχα επιστρέψει στην Ελλάδα με τη Μεταπολίτευση, τυχαίνει να γνωρίσω ένα ζευγάρι που μου διηγήθηκε μια πραγματικά αστεία όσο και τραγική ιστορία. Μια νύχτα, κατά τη διάρκεια της χούντας, χτυπάει η Ασφάλεια την πόρτα τους. Οι ίδιοι ήταν μάλλον φιλήσυχοι και σίγουρα όχι οργανωμένοι αντιστασιακοί και απόρησαν. Προφανώς κάποιος δεν θέλησε να καταδώσει συντρόφους και κατέδειξε αυτούς, που ήξερε ότι δεν είχαν κάτι να κρύψουν. Και καλά έκανε δηλαδή ο άνθρωπος.
Τώρα, αυτοί, πριν ανοίξουν, κοίταξαν τριγύρω μήπως υπήρχε κάτι που θα μπορούσε να ενοχλήσει την Ασφάλεια και βλέπουν το «Ζ» στο ράφι. Ξεχώριζε, μάλιστα, λόγω χρώματος και γράμματος. Το πιάνει η γυναίκα και το χώνει στην κατσαρόλα που έβραζε κακαβιά. Μπαίνουν οι αστυνομικοί, ψάχνουν, δεν βρίσκουν κάτι και χωρίς να το σκεφτεί η γυναίκα τούς καλεί για φαγητό, γιατί τη ρώταγαν τι φτιάχνει και τι μυρίζει ωραία. Φοβισμένη όπως ήταν, ξέχασε το βιβλίο που ’χε ρίξει μέσα.
«Μ’ αυτά και μ’ αυτά, σε φάγαμε», μου λένε! Και μάλιστα ο ασφαλίτης τούς ρώτησε αν την κακαβιά την είχαν φτιάξει με μελανούρια και σουπιές γιατί είχε χυθεί το μελάνι από τα τυπογραφικά... Καταλαβαίνετε, λοιπόν, πως μπορώ να λέω πως δεν είμαι από αυτούς τους συγγραφείς που δεν τρώγονται με τίποτα. Τρώγομαι κανονικά!



Πηγή: Η Εφημερίδα των Συντακτών
Δημοσιεύτηκε στις 19/01/2015

Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire