Στο τεράστιο έργο του Γιάννη Ρίτσου οι Μαρτυρίες κατέχουν ξεχωριστή θέση. Τόσο για τη συνάφειά τους με το magnum opus του, την Τέταρτη διάσταση, όσο και για την αξία τους καθαυτή. Γραμμένα σε μία δεκαετία, από το 1957 ως το 1967, τα ποιήματα αυτά επιτυγχάνουν κάτι ως τότε πρωτοφανές: να αναδείξουν το αινιγματικό και το κρυπτικό περιεχόμενο της καθημερινότητας, το άλλο, όπως το όρισαν οι ρομαντικοί, τη μεταφυσική της στιγμής που αντλεί από την αίσθηση τη σημασία και από το τετριμμένο την ακαριαία λάμψη της αιωνιότητας. Για τον Ρίτσο όλη η ζωή είναι ποιητική ζωή ή καλύτερα: μπορεί να τη ζει κανείς ποιητικά στα όρια της ευαισθησίας, σε μια απλή εικόνα που αποσπάται από τον χρόνο, σε μια κίνηση, σε μια χειρονομία που σφραγίζει το παρόν και τη μνήμη.
Το 1989 στον Θ' συγκεντρωτικό τόμο των Απάντων του, που τον επέβλεψε προσωπικά, ο Ρίτσος περιέλαβε και τις τρεις σειρές των Μαρτυριών (οι δύο πρώτες είχαν εκδοθεί σε χωριστές συλλογές το 1963 και το 1966 αντιστοίχως). Η έκδοσή τους τώρα σε χωριστό τόμο απευθύνεται, υποθέτω, σε μια νεότερη γενιά αναγνωστών που ενδεχομένως αγνοούν τα λιγότερο γνωστά αλλά κατά τη γνώμη μου σημαντικότερα από τη Ρωμιοσύνη ή τον Επιτάφιο έργα ενός εκ των κορυφαίων ποιητών μας.
Και όχι μόνο τα σημαντικότερα αλλά και τα πλησιέστερα στη σύγχρονη ευαισθησία, μαζί βεβαίως με τα Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα (και πολλά από την τελευταία εικοσαετία της ποιητικής του παραγωγής).
Η αλλαγή του βλέμματος
Ο Ρίτσος ονόμασε τα ποιήματα αυτά Μαρτυρίες για να
τονίσει, φαντάζομαι, την αμεσότητα της εμπειρίας που γέννησε το καθένα,
τη μαγεία που περιέχει το εφήμερο και που μπορεί να αντληθεί και να
αποτυπωθεί μόνο από έναν ποιητή ο οποίος δεν διστάζει να αναμετρηθεί
μαζί του, γιατί γνωρίζει πώς να αντλήσει από εκεί τη μυστική λάμψη της
αθανασίας. Ετσι τα μικρά γεγονότα μεταβάλλονται σε θαύματα «παράξενα»
(λέξη που ο Ρίτσος αγαπά, όπως και ο Σεφέρης). Κατά συνέπεια, το άμεσο
είναι έμμεσο - και αντιστρόφως. Το μάτι λειτουργεί ως «μάτι της ψυχής»,
όπως έλεγε αιώνες νωρίτερα ο Λεονάρντο ντα Βίντσι.
Ο ποιητής, λοιπόν, όταν κοιτάζει σαν ποιητής, μπορεί να δει το θαύμα - γιατί διαθέτει την ικανότητα να αλλάζει το βλέμμα - με τρόπο ακαριαίο, όπως λ.χ. εδώ, στις Ευκολίες (Σειρά δεύτερη, σελ. 144):
Μια γυναίκα κοιτάζει κρυφά απ' τις απέναντι γρίλιες. / Γύρω της παίζουνε μικροί, μετακινούμενοι καθρέφτες. / Το 'να της χέρι είναι χρυσό, τ' άλλο κόκκινο.
Ή όπως στο Εαρινό (και αυτό από τη Δεύτερη σειρά, σελ. 111), όπου η σιωπηλή, μυωπική αντηλιά σκεπάζει / ολόκληρο τον κήπο, κι ακούγεται / ο γυάλινος τοίχος να ραγίζει κατακόρυφα / από 'να μεγάλο, μυστικό, αόρατο διαμάντι.
Θα μπορούσε κάποιος να μιλήσει για εικαστικό χαρακτήρα των Μαρτυριών, χωρίς εν τούτοις να παραγνωρίζει ότι καμία εικόνα του Ρίτσου δεν είναι στατική. Η γοητεία των εικόνων του προκύπτει από την κρυφή δυναμική τους, από την απίστευτη ικανότητα του ποιητή να αποκαλύπτει τα συμβάντα που περιέχουν ή ενεργοποιούν:
Ενα άστρο κύλησε πίσω από τα σκοτεινά κατάρτια / φωτίζοντας τη σκαλιστή, λυσίκομη γοργόνα (Ελληνική κατατομή, Σειρά δεύτερη, σελ. 137)
Το βάθος της στιγμής
Ο σπουδαίος ποιητής μπορεί να δημιουργήσει ποίηση πρώτης κατηγορίας
ακόμη και από τα πιο ευτελή υλικά, να μετατρέψει το φαινομενικά
ασήμαντο σε μείζον ποιητικό γεγονός ή αλλιώς: να αναγάγει το τετριμμένο
στο πεδίο μιας αναμφισβήτητης πρωτοτυπίας. Ο Ρίτσος έγραψε και πλήθος
ποιήματα υψηλών τόνων. Ομως εδώ, όπως και στα συναφή έργα του που
προανέφερα, καταδύεται στο βάθος της στιγμής με την αφοπλιστική απλότητα
που διαθέτει μόνο το μεγάλο ταλέντο: να δημιουργεί εντάσεις μέσω των
πιο ήρεμων διατυπώσεων.
Γιατί καταφάσκει στη ζωή ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές της, ακόμη και μπροστά στο αναπάντεχο. Το αθέατο τότε, το φανταστικό, είναι η «σιωπηλή συνέχεια του κόσμου», όπως τιτλοφορεί το ποίημα της σελ. 230 (από την Τρίτη σειρά):
Ετσι / με τη ράχη γυρισμένη, ζεσταίναμε στο τζάκι τα χέρια μας. Κι άξαφνα / μεγαλωμένος ο ίσκιος εκεινού του αλόγου, μες στο κόκκινο φέγγος, / πηδούσε τους γκρεμούς, τις εκκλησιές, / τα κυπαρίσσια / τα χρόνια.
Εδώ δεν υπάρχει κανένα πραγματικό άλογο. Είναι ένα κούτσουρο για τη φωτιά που οι άγνωστοι «κάτοικοι» του ποιήματος το έχουν μαζέψει μαζί με άλλα για το τζάκι τους και δεν το καίνε, ακριβώς επειδή μοιάζει με άλογο, επειδή είναι ένα ομοίωμα, ένα οικείο φάσμα που αιφνιδίως θα πηδήσει πάνω από το τοπίο (τους γκρεμούς, τα κυπαρίσσια και τις εκκλησίες), δηλαδή τον χώρο, για να πραγματοποιήσει, στο τέλος, το μεγάλο άλμα πάνω από τον χρόνο (τα χρόνια).
Τι είναι άραγε αυτός ο ίσκιος; Ενα εκ μεταφοράς είδωλο του Πήγασου; Ισως ναι, ίσως όχι. Πάντως άλογα συναντούμε συχνά στην ποίηση του Ρίτσου. Και μπαίνει κανείς στον πειρασμό να παραπέμψει στην παρατήρηση του Ρόμπερτ Γκρέιβς, ο οποίος είχε πει αναφερόμενος στην Ουγγαρία πως στις χώρες όπου έχουμε άλογα συναντούμε και σημαντικούς ποιητές.
Επαναλήψεις και συναισθησία
Οι Μαρτυρίες αποτελούνται από ολιγόστιχα ποιήματα που
κάποτε σου δίνουν την εντύπωση ότι το καθένα παραπέμπει στο επόμενο. Δεν
πρόκειται για χρονική ακολουθία ωστόσο αλλά για διαδοχή στιγμών ή για
μια συνεχή αντίστιξη των αλλαγών που περιέχει το προφανές.
Πρέπει να προσηλωθεί κανείς επί πολλή ώρα στη στιγμή αν θέλει να διεισδύσει στο τηλεσκοπικό της βάθος - κι αυτό κάνει ο Ρίτσος. Με επιμονή απίστευτη και άλλη τόση υπομονή. Οι Μαρτυρίες χαρακτηρίζονται από την επαναληπτικότητα (τουτέστιν έναν μανιερισμό), θα έλεγε όποιος τις διαβάσει βιαστικά, που σημαίνει πως αν αφαιρούσαμε κάποια ποιήματα η συνολική εντύπωση δεν θα άλλαζε. Ομως δεν είναι έτσι.
Το ηλιοβασίλεμα για παράδειγμα (το λιόγερμα, όπως αρέσει στον Ρίτσο) επαναλαμβάνεται ατελεύτητα σε όλη την ποίησή του, αλλά ποτέ δεν είναι ίδιο, γιατί καμία στιγμή, ιδίως όταν είναι μεταιχμιακή όπως η στιγμή της δύσης, δεν επαναλαμβάνεται σε μιαν άλλη. Σε κάθε ποιητή άλλωστε υπάρχουν κομβικά σημεία, επαναλήψεις και εμμονές.
Για έναν δημιουργό όμως σαν τον Ρίτσο, που γράφει όπως αναπνέει κανείς, οι επαναλήψεις (ως παραλλαγές ωστόσο) είναι πολύ περισσότερες - όπως πολύ περισσότερες είναι και οι υπερβάσεις τους. Αυτός ο σπουδαίος ποιητής κατάφερε να αναγάγει το λεγόμενο λοξό κοίταγμα στα ανώτερα επίπεδα της συναισθησίας. Γι' αυτό και Ρίτσος χωρίς τους πλεονασμούς του είναι μισός Ρίτσος - είτε μας αρέσει είτε όχι.
Οι προτιμήσεις φυσικά του αναγνώστη, όπως και οι εσωτερικές αξιολογήσεις, είναι ζητήματα εντελώς διαφορετικά - και πάντως ισχύουν για όλους.
Ο μύθος και η Ιστορία
Νομίζω ότι τα καλύτερα ποιήματα των Μαρτυριών περιέχονται στη Δεύτερη σειρά. Εννοώ εκείνα που το θέμα τους αντλείται από την αρχαιοελληνική παράδοση: τον Ομηρο και την Αργοναυτική Εκστρατεία κατά κύριο λόγο. Ποιήματα σαν τη Νεκροφάνεια της σελ. 164, τον Φινέα της σελ. 170 ή την Περιγραφή της σελ. 175 είναι από τα υποβλητικότερα και κάποια από αυτά μοιάζει σαν να συνοψίζουν ή να συμπληρώνουν ορισμένα από τα αρχαιόθεμα πολύστιχα ποιήματα της Τέταρτης διάστασης. Αλλωστε τα περισσότερα, με βάση τις χρονολογικές ενδείξεις, γράφτηκαν ταυτόχρονα. Ασφαλώς οι δεκαετίες του 1950 και του 1960 συνιστούν την πιο δημιουργική περίοδο του Γιάννη Ρίτσου.
Ο Ρίτσος μυθοποίησε την καθημερινότητα σε έκταση και βάθος που κανείς άλλος ποιητής μας δεν το επιχείρησε. Και οι Μαρτυρίες είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτού του μεγάλου εγχειρήματος. Κάθε μυθοποίηση, ιδιαίτερα για έναν ποιητή που ζούσε το παρόν όπως εκείνος, συνεπάγεται την αμφισημία ως κινητήρια δύναμη. Τότε ο μύθος μετατρέπεται σε αλληγορία του πραγματικού και ίσως δεν υπάρχει χαρακτηριστικότερο ποίημα από την καταπληκτική Είσοδο του Θησέα στην Αθήνα (σελ. 171):
Η εμφάνισή του / πρόδιδε πιότερο ένα παλικάρι των διασκεδάσεων / παρά έναν εξολοθρευτή. Γι' αυτό προκάλεσε τα σκώμματα / των εργατών, πάνω στις σκαλωσιές, που δούλευαν στο αέτωμα / του Δελφινίου Απόλλωνα. Και, τότε, εκείνος / ξέζεψε μια βοδάμαξα που βρίσκονταν κει πλάι, / τη σήκωσε με το 'να χέρι του και τη σφεντόνισε / πολύ πιο πάνω απ' το ναό. Υστερα, δίχως λέξη, / τράβηξε για τ' ανάκτορο του Αιγέα. Οι εργάτες / μαζί κι οι θεοί τον κοίταζαν εκστατικοί απ' τ' αετώματα.
Δεν έχει σημασία τελικά αν πρόκειται για τον Θησέα του μύθου ή τον Θησέα του Ρίτσου. Ο αναγνώστης βρίσκεται μπροστά σε μια εκπληκτική μορφή που βγαίνει από τον μύθο και μπαίνει στην Ιστορία (αυτή είναι ο μεγάλος μύθος, ως παρελθόν και ως παρόν ταυτοχρόνως, που αναδεικνύει όλη η ποίησή του). Και δεν λείπει ούτε εδώ, στα πλέον κρυπτικά, χαμηλόφωνα και μοντέρνα ποιήματά του, δηλαδή στην αθέατη πλευρά της.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire