Κυκλοφόρησε πρόσφατα και στη γλώσσα μας το βιβλίο του Ιταλού ιστορικού Εντσο Τραβέρσο «Τι απέγιναν οι διανοούμενοι;» (μετάφραση Νίκος Κούρκουλος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου). Ο Εντσο Τραβέρσο είναι σήμερα καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ της Νέας Υόρκης. Στη γλώσσα μας κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία του «Διά πυρός και σιδήρου» και «Οι ρίζες της ναζιστικής βίας» (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2013). Η ακόλουθη συνέντευξη του Εντσο Τραβέρσο δημοσιεύτηκε στον γαλλικό ιστότοπο Mediapart.
• Ο Σαρτρ έλεγε ότι «ο διανοούμενος είναι κάποιος που φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν»…
Ζούμε σε ένα πλαίσιο διαφορετικό από εκείνο στο οποίο ο Σαρτρ είχε επινοήσει τον ορισμό του διανοούμενου. Η έλευση της ψηφιακής τεχνολογίας και το μαζικό Πανεπιστήμιο διεύρυναν τα όρια των διανοητικών κύκλων. Περισσότερα πρόσωπα μπορούν να παρεμβαίνουν ενεργά στις συζητήσεις. Στο βάθος όμως ο ρόλος του διανοούμενου δεν άλλαξε: οφείλει να ελέγχει, δηλαδή να αμφισβητεί την εξουσία, αυτός ο θεμελιώδης ρόλος παραμένει.
• Ο διανοούμενος δεν οφείλει να είναι παραγωγός γνώσης ή κατανόησης;
Βέβαια, αλλά πρέπει να διακρίνουμε τον διανοούμενο από τον άνθρωπο των γραμμάτων. Ο άνθρωπος των γραμμάτων περιορίζεται στο να παράγει γνώσεις, ο διανοούμενος παρεμβαίνει στη ζωή της πολιτείας. Οι γνώσεις για τον κόσμο και την κοινωνία είναι τόσο ειδικευμένες, διαφοροποιημένες, κατακερματισμένες, ώστε σήμερα είναι δύσκολο να υιοθετήσει κανείς μια στάση εγκυκλοπαιδιστή -σαν τον Ντιντερό-, που έγκειται στο να εκφέρει έγκυρη κρίση για τα πάντα. Η προσπάθεια πρέπει να κατατείνει στην κριτική αυτονομία και στην οικουμενική προοπτική, οι οποίες πρέπει να διασωθούν. Για να γίνει διανοούμενος, ο άνθρωπος των γραμμάτων οφείλει να αξιοποιεί τη φήμη που απέκτησε χάρη στις έρευνές του, για να παρεμβαίνει στη δημόσια σφαίρα. Ακολουθώντας την προτροπή του Καντ, οφείλει να ασκεί την κριτική λειτουργία και τη δημόσια χρήση του λόγου.
• Η δημόσια σφαίρα όμως είναι γεμάτη με σφετερισμένες διασημότητες!
Η πολιτιστική βιομηχανία πράγματι δεν παύει να προωθεί στο προσκήνιο ψευτοδιανοούμενους ή υποτιθέμενους ειδικούς. Ο μιντιακός διανοούμενος «κατασκευάζεται» από την πολιτιστική βιομηχανία, η οποία του εξασφαλίζει μια προβολή χάρη στα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Ο «ειδικός» είναι ένας πνευματικός άνθρωπος ο οποίος μπαίνει στην υπηρεσία της εξουσίας, απαρνούμενος στις περισσότερες περιπτώσεις την κριτική του αυτονομία. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν αμφισβητούν τις δομές ή τις μορφές της κυριαρχίας. Ολα αυτά εγγράφονται σε ένα πλαίσιο ιδεολογικής και πολιτικής κατάπτωσης: τα κόμματα δεν έχουν πλέον ιδέες για να τις υπερασπίζονται και δεν καλούν τους διανοούμενους για να επεξεργαστούν τα προγράμματά τους (απασχολούν μόνο διαφημιστές για να τους εγγυώνται μιαν εικόνα…). Μερικές φορές αυτές οι δύο μορφές συμπίπτουν: ο «μιντιακός ειδικός» ενσαρκώνει τότε την πλήρη αντίθεση στον κλασικό διανοούμενο.
• Θεμελιώδεις συνδετικοί κρίκοι, όπως τα εργατικά κέντρα ή τα συνδικάτα, έχουν χαθεί…
Οι διανοούμενοι εξασφάλιζαν άλλοτε μια μορφή μετάδοσης της γνώσης, καθώς αποτελούσαν τους φορείς μιας κουλτούρας που την κατείχε μόνο μια ελίτ. Εκπλήρωναν επομένως μια παιδαγωγική αποστολή που περνούσε μέσα από κοινωνικές οργανώσεις, οι οποίες απέβλεπαν μεταξύ άλλων και στο μοίρασμα της γνώσης. Επειτα η κουλτούρα εκδημοκρατίστηκε, ενώ οι διανοούμενοι, στη μεγάλη τους πλειονότητα, έγιναν εργαζόμενοι σαν τους άλλους. Ορισμένοι, για να διατηρούν μια προβολή –ουσιαστικά στα μέσα μαζικής επικοινωνίας–, υιοθετούν μια αλαζονική ελιτίστικη στάση. Αλλοι φορούν το κοστούμι του γνωστού ταραξία των τηλεοπτικών συζητήσεων, αλλά πρόκειται, στις περισσότερες περιπτώσεις, για καταμερισμό ρόλων.
• Στην κλασική εποχή του ο διανοούμενος φαινόταν ικανός να μας επιτρέπει να εξηγούμε και ταυτόχρονα να μετασχηματίζουμε τον κόσμο…
Υπαινίσσεστε την ενδέκατη θέση για τον Φόιερμπαχ, στην οποία ο Μαρξ δήλωνε το 1845 ότι «οι φιλόσοφοι μέχρι τώρα δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να ερμηνεύουν τον κόσμο με διάφορους τρόπους, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι να τον αλλάξουμε». Ο διανοούμενος -χρησιμοποιώ αυτήν την έννοια με αναχρονισμό, επειδή δεν υπήρχε ακόμη εκείνη την εποχή-, μαζί με τους καλλιτέχνες, έδινε μορφή στο συλλογικό φαντασιακό, το οποίο τότε ήταν γεμάτο ουτοπίες. Η σύνδεση ερμηνείας και μετασχηματισμού ήταν αναγκαία γι’ αυτή την προβολή στο μέλλον. Ο διανοούμενος επινοούσε τη διαλεκτική μιας τέτοιας κίνησης. Σήμερα φαίνεται να του έχει δοθεί μια άλλη λειτουργία: αντί να επινοεί το μέλλον, αφοσιώνεται στην εργασία πένθους των κοινωνιών μας. Αναπόφευκτα έχει πληγεί μετωπικά από την ανάδυση της μνήμης -μείζον γνώρισμα της εποχής μας-, η οποία εκθρονίζει την ουτοπία. Στις κατακερματισμένες ή «ρευστές» κοινωνίες μας, όπου οι ζωές έχουν εξατομικευτεί και έχουν γίνει επισφαλείς, εκείνοι που καταγγέλλουν τις καταπιέσεις και την άδικη τάξη του κόσμου δίνουν την εντύπωση φωνής βοώντος εν τη ερήμω. Ο αμφισβητίας διανοούμενος δεν βγήκε σώος και αβλαβής από την ιστορική ήττα των επαναστάσεων του 20ού αιώνα. Η ανυποληψία του σταλινισμού και του μαοϊσμού κλονίζει την εικόνα του στρατευμένου διανοούμενου. Αυτή η αμφισβήτηση της στράτευσης έγινε στη δεκαετία του 1980, σε μιαν εποχή κατά την οποία εμφανίστηκαν –στη Γαλλία και αλλού– οι μιντιακοί ψευτοδιανοούμενοι και οι ειδικοί. Οι εορτασμοί της επετείου των διακοσίων χρόνων της Γαλλικής Επανάστασης, το 1989, που ορισμένοι ξένοι παρατηρητές ορθά θεώρησαν ως πολυτελή κηδεία της, σηματοδοτούν συμβολικά αυτή τη στροφή. Τα κοινωνικά κινήματα είναι ήδη κινήματα χωρίς ηγέτες και χωρίς εμπνευστές, για καλούς λόγους (είναι περισσότερο αυτοδιευθυνόμενα και δημοκρατικά από όσο ήσαν στο παρελθόν) καθώς και για κακούς λόγους (δεν είναι φορείς ενός σχεδίου αλλαγής της κοινωνίας). Και όταν ο φιλόσοφος Σλάβοϊ Ζίζεκ πάει να μιλήσει στην Ελλάδα, μπορεί να γίνεται θερμά δεκτός, αλλά δεν καλύπτει αυτό το κενό. Βρισκόμαστε σε μια μεταβατική κατάσταση. Ο κόσμος θα επινοήσει αναμφίβολα νέες ουτοπίες και θα χρειαστεί να τις ορίσουμε ή να τους δώσουμε συστηματική μορφή. Τότε θα χρειαστούμε νέους διανοούμενους.
• Νιώθετε νοσταλγία για το παρελθόν ή δεν πρέπει ποτέ να απελπιζόμαστε;
Οι δυο τελευταίοι αιώνες υπήρξαν εποχές που σημαδεύτηκαν από ήττες, πτώσεις, οπισθοδρομήσεις, εξορία, καταπίεση, καταστολή του κριτικού λόγου. Υπήρξαν επίσης δύο αιώνες πάλης, κατακτήσεων και μεγάλων ελπίδων. Ακόμη και στις χειρότερες στιγμές ο ορίζοντας δεν σκοτείνιαζε. Ακόμη και στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, όταν όλα ήταν στο χείλος της αβύσσου, η ελπίδα μπορούσε να λάμπει. Σήμερα, σε μια κατάσταση λιγότερο τραγική, η προσδοκία φαίνεται να έχει εκλείψει: αξίζει τον κόπο να παλέψουμε γι’ αυτήν; Πολλοί είναι εκείνοι που, στην πράξη, έχουν απαντήσει αρνητικά σε αυτό το ερώτημα, ίσως χωρίς καν να το έχουν θέσει συνειδητά. Σε μια τέτοια σύγχυση, σε έναν τέτοιο αποπροσανατολισμό, χρειάζεται να κρατήσουμε ανοιχτή την προοπτική μιας κριτικής σκέψης σε σύνδεση με τα κινήματα που θα αναδυθούν, που θα είναι διαφορετικά αλλά αναπόφευκτα. Δεν πιστεύω στη διάγνωση του Φρανσουά Φιρέ, ο οποίος, στο βιβλίο του «Le passé d’ une illusion» (1995) έγραφε: «Είμαστε καταδικασμένοι να ζήσουμε στον κόσμο στον οποίο ζούμε». Ο ιστορικός Πέρι Αντερσον και μερικοί άλλοι εναντιώθηκαν σε μια τέτοια «συναινετική ηπιότητα», αρνούμενοι το υποτιθέμενο τέλος της Ιστορίας μετά την πτώση του κομμουνισμού, το οποίο αναγόρευε τον καπιταλισμό σε οικουμενική πανάκεια. […
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Δημοσιεύτηκε στις 28/12/2014
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire