Της Λίνας Γιανναρου
Η Εφη Σ. ζει στην οδό Αχαρνών όλη της τη ζωή. Εκεί έζησε με τον άνδρα της -για όσο έμεινε παντρεμένη-, εκεί μεγάλωσε και τον γιο της, στα 22 σήμερα. Θυμάται ακόμα την ημέρα που είχε γυρίσει στο σπίτι ενθουσιασμένος γιατί είχε μιλήσει «στις κάμερες». Ηταν 15-16 ετών. «Με ρώτησαν για τους ξένους» της είπε. «Και τι τους απάντησες;» τον ρώτησε η Εφη. «Οτι δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση, έχει φτάσει στο απροχώρητο». «Μα γιατί είπες αυτό, αφού δεν έχουμε κανένα πρόβλημα ούτε είχαμε ποτέ με τους ανθρώπους». «Μα γιατί δεν θα με παίζανε αλλιώς μαμά!» είχε αποκριθεί το παιδί αφοπλιστικά.
Ηταν 2005. Ηδη τότε το μεταναστευτικό είχε αρχίσει να προκαλεί τριγμούς στην κοινωνία, όμως στα χρόνια που ακολούθησαν ελάχιστα έγιναν για να μη φτάσουμε ώς εδώ. Το προηγούμενο Σάββατο, στις 2 το μεσημέρι, η γειτονιά αναστατώθηκε. «Χτύπησαν το παιδί που έχει το ψιλικατζίδικο εδώ δίπλα» λέει στην «Κ» η Εφη. «Είναι από το Μπανγκλαντές, είχε αγοράσει την επιχείρηση από έναν συμπατριώτη του. Μπήκαν μέσα μέρα-μεσημέρι, τον έδειραν και έφυγαν. Ηρθε η αστυνομία αλλά...».
Οι Ελληνες που ζουν ακόμα στην περιοχή, που δεν έφυγαν με το μεγάλο κύμα της εγκατάλειψης «αυτού» του κέντρου, αποτυπώνουν τον διχασμό ολόκληρης της κοινωνίας. Από τη μία έχουν ζυμωθεί με τους μετανάστες, ψωνίζουν από τα καταστήματά τους, ανταλλάσσουν καλημέρες στις εισόδους των πολυκατοικιών, και από την άλλη ανησυχούν τόσο για τη συνεχιζόμενη υποβάθμιση της περιοχής όσο και για την κοινωνική έκρηξη που βλέπουν να έρχεται.
«Μέχρι πριν από κάποια χρόνια, η συμβίωση κυλούσε ομαλά», αναφέρει η Εφη. «Ιδίως μετά το 2007, όμως, η αύξηση των μεταναστών στην περιοχή ήταν ραγδαία, πώς να αφομοιωθούν ξαφνικά όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Και πάλι, ακόμα και σήμερα, η κατάσταση δεν έχει τις δραματικές διαστάσεις που περιγράφονται στην τηλεόραση. Ωστόσο, η βία φέρνει βία. Είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν αντίποινα στις ρατσιστικές επιθέσεις - και τότε ο έλεγχος θα χαθεί πλήρως».
Τόσα χρόνια ήταν πολλές οι φορές που σκέφτηκε να φύγει κι αυτή για άλλη περιοχή. Δύσκολα όμως αποχωρίζεσαι το σπίτι σου. «Σκέψου πόσα χρόνια περιμένουμε την περίφημη αναβάθμιση της περιοχής, αλλά αντίθετα τη βλέπουμε συνεχώς να υποβαθμίζεται. Και φοβάμαι τα χειρότερα. Ακούω για επιχειρήσεις-σκούπα σε γειτονιές όπως του Κεραμεικού και φοβάμαι. Φοβάμαι ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που θα εκδιωχθούν από εκεί, θα έρθουν εδώ. Και δεν ξέρω εάν “αντέχει” η περιοχή ακόμα πιο εξαθλιωμένους ανθρώπους. Οχι, δεν θέλω να φύγω. Είναι τα σπίτια μας, τα πατρικά μας, δεν θέλεις να τα “σκοτώσεις” και να φύγεις σαν τον ποντικό. Θες να το παλέψεις. Ομως δυστυχώς κινούμαστε συνεχώς στα όρια».
Σήμερα όλες τις επιχειρήσεις της γειτονιάς τις έχουν μετανάστες. Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Μπανγκλαντεσιανοί. Η πολυκατοικία έχει περίπου την ίδια σύνθεση. Στο διπλανό διαμέρισμα ζουν τέσσερις («μπορεί και πέντε») Αφρικανοί. «Μάλλον δεν έχουν ούτε καν ρεύμα, ποτέ δεν έχω δει φως στο σπίτι. Ομως οι άνθρωποι δεν πειράζουν ούτε κουνούπι, πάντα με το σεις και με το σας, γιατί να φοβηθώ;». Τόσα χρόνια εκεί, δεν έχει φοβηθεί ποτέ. «Οχι ότι δεν έχω ακούσει για περιστατικά, απλώς έτυχε να μη συμβεί κάτι σε μένα και στο παιδί.
Η Αχαρνών όμως έχει πάντα ζωή, ό,τι ώρα και να κυκλοφορήσεις. Και μπορεί ο κόσμος να πιστεύει ό,τι πιστεύει για την περιοχή, αλλά ξέρω ότι αν βάλω μια φωνή θα βγουν από παντού τριγύρω. Ενδεχομένως να μην μπορώ να τους καταλάβω, αλλά θα βγουν να βοηθήσουν».
Πηγή: Η Καθημερινή
Δημοσιεύτηκε στις 02/09/2012
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire